προσωτέρω

From LSJ
Revision as of 14:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωτέρω Medium diacritics: προσωτέρω Low diacritics: προσωτέρω Capitals: ΠΡΟΣΩΤΕΡΩ
Transliteration A: prosōtérō Transliteration B: prosōterō Transliteration C: prosotero Beta Code: proswte/rw

English (LSJ)

Att. πορρωτέρω ( πορρώτερον v.l. in Arist.Mu.397b35; late προσώτερον, Iamb.Myst.5.9), Comp. of πρόσω,

   A further on, ἔτι π. Hdt.2.175, 4.7; ἐπιδιώκειν ἔτι π. Id.8.111; π. ἀπεῖναι Hp.Art. 46; αἱ πορρ. πόλεις the more distant, Plb.5.34.8: c.gen., further than, Hdt.4.16, etc.; πορρ. τοῦ καιροῦ X.HG7.5.13; π. εἰπεῖν τούτων Hdt. 6.124; πορρ. τοῦ δέοντος Pl.R.562d; πορρ. τῶν τριτείων Id.Phlb.22e: also with the Art., τὸ προσωτέρω πορεύεσθαι, πλέειν, Hdt.1.105, 3.45, etc.; τὸ π. τούτων Id.2.103.    2 further from, τῶν πυλῶν Plu. Cam.4.    II Sup. προσωτάτω ( προσώτατα Hdt.2.103, S.El.391), Att. πορρωτάτω, furthest, ἀποπτύουσιν ὡς δύνανται πορρωτάτω X. Mem.1.2.54; ὅτι π. ταχθέντες Id.Cyr.2.1.11; τὰ προσωτάτω when furthest distant, Hdt.4.43; προσώτατα ἀπικέσθαι Id.2.103; δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω S.Aj.731; ὅπως ἀφ' ὑμῶν ὡς προσώτατ' ἐκφύγω as far as possible, Id.El.391.    2 c. gen., furthest from, ὅτι πορρωτάτω τοῦ βουλευομένου κατοικοῦν Pl.Ti.70e; ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω ποιῆσαι τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37; also ὡς πορρ. ἀπὸ τῆς πόλεως Id.17.19.

Greek (Liddell-Scott)

προσωτέρω: Ἀττ. πορρωτέρω, συγκρ. τοῦ πρόσω, περαιτέρω, Ἡρόδ. 2. 175· ἔτι πρ. 4. 7· ἐπιδιώκειν ἔτι πρ. 8. 111· πρ. ἀπεῖναι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812· αἱ πορρ. πόλεις, αἱ μᾶλλον ἀπέχουσαι, Πολύβ. 5. 34, 8· ― μετὰ γεν., πλέον ἤ…, Ἡρόδ. 4. 16, κτλ.· πορρ. τοῦ καιροῦ Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 13· πρ. εἰπεῖν τούτων Ἡρόδ. 6. 124· πορρ. τοῦ δέοντος Πλάτ. Πολ. 562D· ― ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ προσωτέρω Ἡρόδ. 1. 105., 3. 45, κτλ.· τὸ πρ. τούτων ὁ αὐτ. 2. 103. 2) περαιτέρω ἀπό τινος, τῶν πυλῶν Πλουτ. Κάμιλλ. 4· πορρ. τῶν τριτείων Πλάτ. Φίληβ. 22Ε. ΙΙ. ὑπερθετ. προσωτάτω, Ἀττ. πορρωτάτω, μακρότατα, ἀποπτύουσιν ὡς δύνανται πορρωτάτω Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· ὅ τι πρ. σταθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 11· τὰ προσωτάτω, τὰ πλεῖστον ἀπέχοντα μέρη, Ἡρόδ. 4. 43· ὡσαύτως προσώτατα ὁ αὐτ. 2. 103. 2) μετὰ γεν., εἰς μεγίστην ἀπόστασιν ἀπό..., Πλάτ. Νόμ. 800C· πορρωτάτω τῶν ὑποψιῶν Ἰσοκρ. 34C· ὡσαύτως, πορρ. ἀπὸ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. 362D· ἀφ’ ὑμῶν ὡς προσώτατ’ ἐκφύγω, ὅσον εἶναι δυνατὸν μακράν, Σοφ. Ἠλ. 391· ― ἀλλὰ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 731, δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω θεωρεῖται ὑπὸ τοῦ Λοβ. προτιμότερον τοῦ προσωτάτου, διότι τὰ ἐπίθετα προσώτερος, -ατος εἶναι μεταγενέστερα. Ὁ Πολύβ., ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἔχει πορρώτερον ὡς ἐπίρρ.· πρβλ. πρόσωθεν ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

Cp. de πρόσω.

Greek Monolingual

και πορρωτέρω Α
επίρρ. (συγκριτ. τ.) βλ. πρόσω.

Greek Monotonic

προσωτέρω: Αττ. πορρωτέρω, συγκρ. του πρόσω·
I. 1. περαιτέρω, πιο πέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., περαιτέρω από, στον ίδ.· πορρωτέρω τοῦ καιροῦ, σε Ξεν.· επίσης με άρθρο, τὸ προσωτέρω, σε Ηρόδ.
2. μακριά από, τῶν πυλῶν, σε Πλούτ.
II. 1. υπερθ. προσωτάτω, Αττ. πορρωτάτω, πολύ μακριά, σε Ξεν.· τὰ προσωτάτω, τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.· επίσης, προσώτατα, στον ίδ.· ὡς προσωτάτω, όσο το δυνατόν πιο μακριά, σε Σοφ.
2. με γεν., πολύ πιο πέρα από, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσωτέρω: compar. к πρόσω I.

Middle Liddell

[comp. and superl. of πρόσω
I. further on, further, Hdt.:—c. gen. further than, Hdt.; πορρ. τοῦ καιροῦ Xen.:—also with the Art., τὸ προσωτέρω Hdt.
2. further from, τῶν πυλῶν Plut.
II. Sup. προσωτάτω, attic πορρωτάτω furthest, Xen.; τὰ προσωτάτω the furthest parts, Hdt.; also προσώτατα, Hdt.:— ὡς προσωτάτω as far as possible, Soph.
2. c. gen. furthest from, Plat.