ἀνυπεύθυνος
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον,
A not liable to a εὔθυνα, not accountable, of persons, esp. magistrates or statesmen, Ar.V.587, Pl.Lg.761e; ἀ. ἄρχειν ib. 875b, cf. Arist.Pol.1295a20; = Lat. dictator, Plu.Fab.3. Adv. -νως Andronic. Rhod.p.574M., D.S.1.70. 2 of things, beyond human control or criticism, τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7; ἀνάγκη Epicur.Ep. 3p.65U.; ἐξουσία ἀ. unchartered freedom, Phld.Herc.1251.3. II that will not bear investigation, ἔργα Ph.2.266.
German (Pape)
[Seite 266] keine Rechenschaft abzulegen verpflichtet, nicht verantwortlich, καὶ αὐτοκράτωρ Plat. Legg. IX, 875 d; öfter ἄρχων; Arist.; Ar. Vesp. 587; bei Plut. der Dictator.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπεύθῡνος: -ον, μὴ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, μὴ ὑπεύθυνος, Ἱππ. 27. 15, Ἀριστοφ. Σφ. 587, Πλάτ. Νόμ. 761Ε, 875Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 24, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἀνεύθυνος. - Ἐπίρρ. -νως Διόδ. 1. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas de comptes à rendre, non responsable.
Étymologie: ἀ, ὑπεύθυνος.
Spanish (DGE)
(ἀνυπεύθῡνος) -ον
I 1jur. que no está sometido a rendición de cuentas de magistrados o jurados, Ar.V.587, Pl.Lg.761e, ἀ. ... ἄρξῃ Pl.Lg.875b, cf. Arist.Pol.1295a20, ἀ. εἶναι PFrankf.1.34, 87 (III a.C.), PTeb.700.54 (II a.C.), BGU 1102.34 (I a.C.), Plb.32.10.7
•de abstr. ἀ. δὲ καὶ ἀζήτητον ... οὐδέν ἐστι no hay nada que no pueda ser descubierto ni libre de rendir cuentas Aeschin.3.22.
2 que está fuera del control humano τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7, ἀνάγκη Epicur.Ep.[4] 133, ἐξουσία Plb.27.10.2, Phld.Herc.1251.3.10
•ilimitado εὐωχία IGLS 51.10
•que no se investiga ἔργα Ph.2.266
•subst. ὁ ἀ. dictador Plu.Fab.3.
II adv. -ως con toda autoridad ἄρχειν πλήθους ἀ. Andronic.Rhod.p.574, πάντα πράττειν ... ἀ. D.S.1.70.
Greek Monolingual
ἀνυπεύθυνος, -ον (AM)
(για πρόσωπα) αυτός που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που δεν είναι υπόλογος για κάτι
αρχ.
(για πράγματα) όποιος δεν επιδέχεται έλεγχο ή επίκριση.
Greek Monotonic
ἀνυπεύθῡνος: -ον (εὐθῦναι), μη υποκείμενος σε ευθύνη, ανεύθυνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπεύθῡνος: неподотчетный, (ни перед кем) не ответственный, бесконтрольный, неограниченный (ἄρχων Plat.; μοναρχία Arst.; δυναστεῖαι Plut.): ἀ. δρᾶν τι Arph. поступать по своему личному произволу.
Middle Liddell
[εὐθῦναι]
not liable to give account, irresponsible, Ar., Plat.