ἑκατονταρχία

From LSJ
Revision as of 14:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτονταρχία Medium diacritics: ἑκατονταρχία Low diacritics: εκατονταρχία Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: hekatontarchía Transliteration B: hekatontarchia Transliteration C: ekatontarchia Beta Code: e(katontarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A post of a centurion, Onos.34.2(pl.), D.C.78.5.    II centurion's command, century, J.BJ3.6.2, Ph.2.33 (pl.).    2 body of 128 light-armed troops, Ascl.Tact.6.3, etc.

German (Pape)

[Seite 752] ἡ, 1) das Amt des Centurio, D. Cass. 78, 5. – 2) die Centurie, D. Cass. 48, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτονταρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἑκατοντάρχου, Δίων Κ. 78. 5. ΙΙ. ἑκατοντὰς στρατιωτῶν, λόχος ἐξ ἑκατὸν ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 48. 42.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
milit.
1 compañía ligera de infantería compuesta por 128 hombres, Ascl.Tact.6.3.
2 centuria διανείμας εἰς ἑκατονταρχίας Ph.2.33, esp. en el ejército rom.: I.BI 3.117, D.H.9.10.2, PStras.647.10 (II d.C.), ἀκτάριος σπείρης ... ἑκατονταρχίας Ἀπολιναρίου BGU 741.5 (II d.C.), στρατιώτης λεγιῶνος ... ἑκατονταρχίας Αἰμιλίου Ἀμμωνίου PSI 704.4 (II d.C.), στρατιώτης χώρτης ᾱ Λυ(σι)τα[νῶν] (ἑκατονταρχίας) Σερήνου El Kanaïs 59.bis.3 (II d.C.), cf. SB 8514.9 (Talmis I d.C.), Koptos 52.6 (I d.C.).
3 centurionazgo, cargo de centurión Onas.34.2, D.C.78.5.3.

Greek Monolingual

η (AM ἑκατονταρχία)
1. το έργο ή αξίωμα του εκατόνταρχου
2. η διάρκεια της εξουσίας, η θητεία του εκατόνταρχου
3. υποδιαίρεση τών αρχαίων Ρωμαίων, στρατιωτική ή πολιτική, η οποία αποτελείται από εκατό στρατιώτες, πολίτες ή οικογένειες
αρχ.
λόχος από εκατό στρατιώτες.