συνοικτίζω

From LSJ
Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικτίζω Medium diacritics: συνοικτίζω Low diacritics: συνοικτίζω Capitals: ΣΥΝΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: synoiktízō Transliteration B: synoiktizō Transliteration C: synoiktizo Beta Code: sunoikti/zw

English (LSJ)

   A have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικτίζω: λαμβάνω οἶκτον πρός τινα, ὁ πατὴρ αὐτοῦ συνῴκτισέ με Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

s’apitoyer sur, acc..
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

A
νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)].

Greek Monotonic

συνοικτίζω: μέλ. -σω, τρέφω οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, συλλυπούμαι, τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνοικτίζω: иметь сострадание: σ. τινά Xen. сжалиться над кем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικτίζω [σύν, οἰκτίζω] medelijden hebben met, met acc.. Xen. Cyr. 4.6.5.

Middle Liddell

fut. σω
to have compassion on, τινά Xen.