ἐχεπάμων
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A holding property: hence, heir or representative, IG9(1).334.16 (Locr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεπάμων: -ον, ὁ ἔχων νόμιμον δικαίωμα κληρονομίας, ἐπίκληρος, ἐχέπαμον γένος ἐν τᾷ ἱστίᾳ Λοκρ. Ἐπιγρ. ἔκδ. Οἰκονομ. σ. 123, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.
Greek Monolingual
ἐχεπάμων, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας ως κληρονόμος ή αντιπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + επάμων (< έπομαι)].