ἀπειρόκακος
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ον,
A without experience of evil: τὸ ἀ. unsuspiciousness, Th.5.105. II unused to evil or misery, E.Alc.927.
German (Pape)
[Seite 285] 1) im Leiden unerfahren, Eur. Alc. 930. – 2) mit dem Schlechten unbekannt, nicht bösartig; τὸ ἀπ., Gutartigkeit, Thuc. 5, 105.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρόκᾰκος: -ον, ὁ μή γινώσκων τί ἐστι κακόν, ἄκακος, τό ἀπειρόκακον, τὸ μὴ ἔχειν πεῖραν κακοῦ, τὸ μὴ ὑποπτεύειν, Θουκ. 5. 105. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν πεῖραν κακῶν, ὁ μὴ εἰθισμένος εἰς τὰ κακὰ ἤ τὴν δυστυχίαν, Εὐρ. Ἄλκ. 927.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans expérience du malheur;
2 sans expérience du mal ; τὸ ἀπειρόκακον simplicité, naïveté.
Étymologie: ἄπειρος¹, κακός.
Spanish (DGE)
(ἀπειρόκᾰκος) -ον
1 inexperto en la desgracia σοὶ ... ἀπειροκάκῳ E.Alc.927, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.1.47, μενοινή Nonn.D.42.165, cf. Basil.M.30.492D.
2 subst. neutr. τὸ ἀ. ingenuidad, falta de suspicacia Th.5.105, cf. Eus.DE 10.1.
Greek Monolingual
ἀπειρόκακος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει πείρα του κακού, ο αθώος
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το κακό, που δεν ξέρει τι θα πει δυστυχία.
Greek Monotonic
ἀπειρόκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι κακό, αμάθητος στο να κάνει κακό, άπειρος, σε Ευρ.· τὸ ἀπειρόκακον, άγνοια κακού, αδυναμία διάκρισης του κακού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειρόκᾰκος: не испытавший горя, не видевший зла Eur.
Middle Liddell
κακόν
without experience of evil, unused to evil, Eur. τὸ ἀπ. ignorance of evil, Thuc.