ἄσκυλτος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον,
A not pulled about, Heliod. ap. Orib.50.47.5, Philum. ap.Aët.9.23; undisturbed, S.E.P.1.71, POxy.532.14 (ii A.D.); ἱερὸν ἄ. IG12(9).15 (Carystus). Adv. -τως without being mangled or hurt, Eust.1252.55. II Act., without causing laceration, Herod.Med. ap.Orib.10.7.1: Comp. -ότερον Sor.1.3.
German (Pape)
[Seite 372] nicht zerrissen, nicht gequält, Sp.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no sometido a tirones, no desgarrado ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναι Heliod. en Orib.50.47.5, εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖ S.E.P.1.71, χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναι Mart.Pol.13.3
•no estorbado, no expuesto a ninguna molestia del enfermo en cama ἄ. μενέτω Philum. en Aet.9.23, ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτερος Sor.53.7, τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεως Sor.138.6
•sin pelar ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήν Const.App.1.3.8
•intacto, indemne οὐρανοδρόμον ... ἅρμα ... ἄσκυλτον Tim.Ant.Sym.M.86.240A, ἱερόν IG 12(9).15, τὸ μνημεῖον INikaia 556.8 (IV/V d.C.).
2 en cláusulas contractuales libre de cualquier perjuicio κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃς POxy.532.14 (II d.C.), ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν Φιλοσαρᾶπιν POxy.2769.23 (III d.C.), cf. PHarris 64.20 (III/IV d.C.), POxy.2859.18 (IV d.C.).
II adv. -ως íntegramente, de forma que no se rompa de cálculos κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτως Gal.14.785
•sin daño, de manera incólume ἀ. διαμένεις Nil.M.79.577A, cf. 865D
•de forma que no dé tirones del uso del peine τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαι Herod.Med. en Orib.10.17.1.
Greek Monolingual
ἄσκυλτος, -ον (AM)
ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος
1. ο ακλόνητος, ο άφοβος
2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά
3. επίρρ. ἀσκύλτως
χωρίς τραυματισμό
αρχ.
αυτός που δεν τραυματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκύλλω «ενοχλώ, ταράσσω, ξεσχίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ἄσκυλτος: находящийся в покое, не потревоженный (πούς Sext.).