αἱμοβόρος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον,
A blood-sucking, of certain insects, Arist.HA596b13; γαστέρας αἱ., of serpents, greedy of blood, Theoc.24.18; ἔχιδνα IG4.620.4 (Argos); λύκος βλέπων -βόρον Alciphr.3.21.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβόρος: -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν αἷμα, ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = ἀκόρεστος αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· ἔχιδνα Συλλ. Ἐπιγρ. 1152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de sang.
Étymologie: αἷμα, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que chupa o se alimenta de sangrede insectos, Arist.HA 596b13, serpientes, Theoc.24.18, Man.5.186, lobos, Aesop.296.100b, Alciphr.2.18.2, del buitre τοῦτο ... τὸ ζῶον αἱμοβόρον καὶ σαρκοφάγον Chrys.Iob 5.8
•gener., de una fiera salvaje carnívoro Chrys.Iob 40.5.
2 fig. ansioso de sangre, sanguinario de pers.: Antíoco, LXX 4Ma.10.17, Nabucodonosor, Cyr.H.Catech.2.17, del diablo, Anon.Hier.Luc.49.7
•sanguinarium, Gloss.3.431.
II adv. -ως sanguinariamente, con sed de sangre ἤκουσεν αἱμοβόρως ὁ ἀνήμερος λαός la salvaje muchedumbre escuchó con sed de sangre de los judíos al oír a Cristo en casa de Pilatos, Rom.Mel.20.ιγʹ.12.
Greek Monotonic
αἱμοβόρος: -ον (βορά), αυτός που ρουφά αίμα, άπληστος για αίμα, αιμοδιψής, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμοβόρος: питающийся кровью (μύωψ καὶ οἶστρος Arst.; γαστήρ Theocr.).