Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαῦρος

From LSJ
Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαῦρος Medium diacritics: σαῦρος Low diacritics: σαύρος Capitals: ΣΑΥΡΟΣ
Transliteration A: saûros Transliteration B: sauros Transliteration C: sayros Beta Code: sau=ros

English (LSJ)

ὁ,= σαύρα, Hdt.4.183 (as v.l.), cf. Hp.Morb.3.11, Arist. HA503a22, Nic.Th.817.    II horse-mackerel,= τραχοῦρος, Alex. 133.1, Arist.HA610b5, Gal.6.720.

Greek (Liddell-Scott)

σαῦρος: ὁ, = σαύρα (ὡς τὸ lacertus = lacerta, παρὰ Οὐεργιλ.), Ἡρόδ. 4. 183, Ἱππ. 58. 18., 490. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 322C κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· ἀλλαχοῦ τραχοῦρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 lézard, animal;
2 saurel, poisson de mer.
Étymologie: cf. σαύρα.

Greek Monolingual

ο / σαῡρος, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων της οικογένειας μυκτοφίδες της τάξης μυκτοφιοειδείς
αρχ.
1. σαύρα
2. το ψάρι σαυρίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπάνιος τ. του σαύρα].

Greek Monotonic

σαῦρος: ὁ, = σαύρα, Λατ. lacertus, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σαῦρος:
1) ящерица Her., Arst.;
2) «ящерица» (род морской рыбы) Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαῦρος -ου, ὁ hagedis.

Middle Liddell

σαῦρος, ὁ,
= σαύρα, Lat. lacertus, Hdt.