φαέθω

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰέθω Medium diacritics: φαέθω Low diacritics: φαέθω Capitals: ΦΑΕΘΩ
Transliteration A: phaéthō Transliteration B: phaethō Transliteration C: faetho Beta Code: fae/qw

English (LSJ)

(φάω)

   A shine, only in part. φαέθων (exc. 3sg. φαέθει, Hsch.), radiant, epith. of the sun, Il.11.735, Od.5.479, 11.16, Hes.Th.760, S.El.824 (lyr.), E.El.464 (lyr.).    2 abs., the sun, AP5.273 (Paul. Sil.), 9.137 (Hadr.); πάννυχα καὶ φαέθοντα nights and days, S.Aj. 929 (lyr.).    b of the moon, φαέθουσα καὶ αὐγάζουσα PMag.Par. 1.2558.    II as pr. n.,    1 Φαέθων, ὁ, one of the light-bringing steeds of Eos, Od.23.246.    2 son of Eos and Cephalus, Hes. Th.987.    3 son of Helios, famous for his unlucky driving of the sun-chariot, E.Hipp.739 (lyr.), Arist.Mete.345a15; subject of play by E.    b the Sun, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.82, Nonn.D. 5.81.    c the constellation Auriga, ib.1.357, 38.424.    4 the planet Jupiter, Arist.Mu.392a24, Eudox.Ars 5.14, Cic.ND2.20.52.

German (Pape)

[Seite 1249] leuchten, aber gebräuchlich war wohl nur das part. φαέθων, leuchtend, scheinend, bei Hom. Il. 11, 735 Od. 5, 479. 11, 16. 19, 441 Beiwort des Sonnengottes; so auch Hes. u. Soph. El. 814; Eur. El. 465; πάννυχα καὶ φαέθοντα, bei Nacht und bei Tage, Soph. Ai. 930; VLL. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

φαέθω: (ἴδε φάω) λάμπω, εὑρισκόμενον μόνον· ἐν τῇ μετοχ. φαέθων, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, ὡς ἐπίθ. τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Λ. 735, Ὀδ. Ε. 479, Λ. 16, Ἡσ. Θεογ. 760 οὕτω Σοφ. Ἠλ. 824, Εὐρ. Ἠλ. 464 (ἐν λυρ. χωρίοις). 2) ἀπολ., ἥλιος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 274., 9. 137· ― πάννυχα καὶ φαέθοντα, νύκτα καὶ ἡμέραν. Σοφ. Αἴ. 930. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, 1) Φαέθων, ὁ, εἷς τῶν ἵππων τῆς Ἠοῦς τῶν φερόντων τὸ φῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, Ὀδ. Ψ. 246· πρβλ. Λάμπος. 2) ὁ υἱὸς τῆς Ἠοῦς καὶ τοῦ Κεφάλου (ἢ τοῦ Τιθωνοῦ κατὰ τὸν Ἀπολλόδ. 3. 14, 3), ἀπαχθεὶς ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσ. Θεογ. 987. 3) υἱὸς τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Κλυμένης περίφημος γενόμενος ἐν τοῖς μεταγενεστέροις μύθοις ἐπὶ τῷ δυστυχήματι ὅπερ ἐγένετο αὐτῷ ἐν τῷ ἡνιοχεῖν τοὺς ἵππους τοῦ Ἡλίου, Ἑλλάν. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Πινδ. Ο. 7. 135, Εὐρ. Ἱππ. 740, πρβλ. τὰ Ἀποσπάσματα αὐτοῦ τῆς τραγῳδίας Φαέθων. 4) ὁ πλανήτης Ζεύς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 9, Κικ. Ν. D. 2. 20.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. φαέθων, οντος;
brillant ép. du soleil;
subst. ὁ φαέθων le soleil, le jour : πάννυχα καὶ φαέθοντα SOPH nuit et jour.
Étymologie: φάος.

Spanish

radiante

Greek Monolingual

Α
(εύχρ. μόνον το αρσ. της μτχ. ενεστ.) βλ. φαέθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαFε- (πρβλ. φάε, γ' εν. ενός αορ., βλ. και λ. φως) + ενεστωτικό επίθημα -θω (πρβλ. τελέ-θω, φλεγέ-θω). Το ρ. απαντά μόνο στον τ. της μτχ. φαέθων, από όπου και το κύριο όν. Φαέθων].

Greek Monotonic

φᾰέθω: (φάω),
I. λάμπω, απαντάται μόνο στη μτχ. φαέθων, λαμπερός, ακτινοβόλος, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· απόλ., πάννυχα καὶ φαέθοντα, νύχτες και μέρες, σε Σοφ.
II. ως κύριο όνομα:
1. Φαέθων, , Λάμπος, ένα από τα άλογα της Ηούς, σε Ομήρ. Οδ.
2. γιος του Ήλιου ή του Απόλλωνα, γνωστός για την αποτυχία του να οδηγήσει το άρμα του Ήλιου, σε Ευρ.
3. ο πλανήτης Δίας, σε Κικ.

Middle Liddell

φαέθω, [φάω]
to shine, only found in part. φαέθων, beaming, radiant, Hom., Soph., Eur.; absol., πάννυχα καὶ φαέθοντα nights and days, Soph.
II. as a prop. n.
1. φαέθων, ὁ, shiner, one of the steeds of Eos, Od.
2. son of Helios or Apollo, famous for his unlucky driving of the sun-chariot, Eur.
3. the planet Jupiter, Cic.