ἐπίμαστος
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ον, (ἐπιμαίομαι)
A sought out, brought in (like ἐπακτός), ἀλήτης Od.20.377 (variously expld. by Gramm.).
German (Pape)
[Seite 960] ἀλήτης Od. 20, 377, entweder ein Bettler, der sich seinen Unterhalt zusammensucht, ὁ τροφὴν μαστεύων, Eust., ἐνδεὴς ἐπαίτης, Schol., oder ein aufgelesener, mit ins Haus gebrachter Bettler, ἐπίληπτος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμαστος: -ον, (ἐπιμαίομαι) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «ἐπίμαστος ὁ ἐπαίτης, ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche sa nourriture, mendiant.
Étymologie: ἐπί, μαστός.
English (Autenrieth)
(ἐπιμαίομαι): of one who has been handled, hence ‘filthy,’ ἀλήτης, Od. 20.377†.
Greek Monolingual
ἐπίμαστος, -ον (Α) επιμαίομαι
ζητιάνος («οἷον μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπίμαστος: -ον (ἐπιμαίομαι), αυτός που ζητά βοήθεια, ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίμαστος: просящий подаяния, нищенствующий (ἀλήτης Hom.).
Middle Liddell
ἐπίμαστος, ον ἐπιμαίομαι
seeking for help, begging, Od.