λέχομαι

From LSJ
Revision as of 16:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχομαι Medium diacritics: λέχομαι Low diacritics: λέχομαι Capitals: ΛΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: léchomai Transliteration B: lechomai Transliteration C: lechomai Beta Code: le/xomai

English (LSJ)

   A lie down, pres. only in Hsch. λέχεται (λεύχεται cod.)· κοιμᾶται, cf. Theognost.Can.139: pf. part. λελοχυῖα( = λεχὼ γενομένη) Hsch.; other tenses in Ep.: fut. λέξομαι: aor. ἐλεξάμην; also 3sg. aor. ἔλεκτο, λέκτο; imper. λέξο, λέξεο (v. infr.):—lie down, esp. to sleep, λέξεται ὕπνῳ will lie asleep, Il.4.131, cf. Od.7.319; λέξομαι εἰς εὐνήν 17.102: aor., πὰρ δ' Ἑλένη ἐλέξατο 4.305; τῷ ἔνι λεξάσθην Il. 14.350; λεξάσθων παρὰ τάφρον let them bivouac, 9.67, cf. 8.519; ἔλεκτο Od.19.50, Hes.Sc.46; λέκτο Od.4.453, al.; imper. λέξο Il.24.650, Od.10.320; λέξεο Il.9.617, Od.19.598.    II causal in Act., lay asleep, lull to sleep, λέξον με Il.24.635; ἔλεξα Διὸς νόον 14.252. (Goth. ligan, Engl. lie, etc.)

Greek Monolingual

λέχομαι (Α)
1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ' ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.)
2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ.
β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέχομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα legh- «τίθεμαι, κείμαι», αντιστοιχεί πλήρως προς το γοτθ. ligan «κε'ιμαι, είμαι ξαπλωμένος» (ο γοτθ. τ. θεωρείται νεώτερος σχηματισμός του τ. sitan «κάθομαι») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. ležo, ιρλδ. laigid. Ο αοριστικός τ. λέκτο < λεχσ-το. Στην ίδια βαθμίδα (legh-) ανάγεται και ο τ. λέχος (πρβλ. λατ. lectus, τοχαρ. Α', τοχαρ. Β' lake «κλίνη»)
την ετεροιωμένη βαθμίδα (logh-) εμφανίζουν οι τ. λόχος, λόχμη. Στη λεξιλογική οικογένεια του λέχομαι περιλαμβάνονται λ. με σημ. «κείμαικλίνη» και λ. με σημ. «τμήμα στρατού» (βλ. και λόχος).
ΠΑΡ. λέκτρο, λόχμη, λόχος
αρχ.
λέχος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καταλέχομαι, παρακαταλέχομαι, παραλέχομαι, προσλέχομαι].