ἀνθοκόμος

From LSJ
Revision as of 17:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοκόμος Medium diacritics: ἀνθοκόμος Low diacritics: ανθοκόμος Capitals: ΑΝΘΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: anthokómos Transliteration B: anthokomos Transliteration C: anthokomos Beta Code: a)nqoko/mos

English (LSJ)

ον,

   A decked with flowers, flowery, λειμῶνες ib. 10.6 (Satyr.).    2 parti-coloured, οἰωνοί Opp.C.2.190.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος (κόμη).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοκόμος: -ον, ὁ, ἀνθοφόρος, εὐανθής, λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων χρῶμα ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de fleurs;
2 aux couleurs variées.
Étymologie: ἄνθος, κόμη.

Spanish (DGE)

-ον
1 cubierto de flores λειμῶνες AP 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.D.17.20, χθών Apoll.Met.Ps.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.
2 polícromo οἰωνοί Opp.C.2.190.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθοκόμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών
αρχ.
επίθ.
1. στολισμένος με άνθη
2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος.

Greek Monotonic

ἀνθοκόμος: -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοκόμος: покрытый цветами (λειμῶνες Anth.).

Middle Liddell

κόμη
decked with flowers, flowery, Anth.