μονογνώμων
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A self-willed, wayward, Ptol.Tetr.158 (Comp., 168), Vett.Val.12.4. II invested with supreme authority, D.H.2.12,5.71.
German (Pape)
[Seite 202] ον, der seinem eigenen Urtheile folgt, selbstständig, eigenmächtig, D. Hal. 5, 71.
Greek (Liddell-Scott)
μονογνώμων: -ον, δύστροπος, δύσκολος, ἰδιογνώμων, Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71.
Greek Monolingual
μονογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος
3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.