κάκτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ,
A cardoon, Cynara Cardunculus, Thphr.HP6.4.10, Philet. 16, Theoc.10.4, Antig.Mir.8, Dsc.Alex.33. 2 κάκτος, ὁ, the fruit, μακωνίδες, μάραθα, τραχέες τε κάκτοι Epich.159; also the edible leaf, Thphr.l.c.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben.
Greek (Liddell-Scott)
κάκτος: ἡ, Λατ. cactus, «ἡ δὲ κάκτος καλουμένη περὶ Σικελίαν μόνον, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐκ ἔστιν ἴδιον δὲ παρὰ τἆλλα τὸ φυτόν· ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους, τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10, Φιλητ. 16, Θεόκρ. 10. 4, κτλ. 2) κάκτος, ὁ, ὁ καρπός, ἔτι καὶ νῦν ἐσθιόμενος, μήκων, μάραθος, τραχέες τε κάκτοι Ἐπίχ. 110 Ahr.· ὡσαύτως ὁ καυλὸς τοῦ φυτοῦ, «καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους· ἐδῴδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι, καὶ θησαυρίζουσιν αὐτοὺς ἐν ἅλμῃ» Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ο και η (Α κάκτος)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών της οικογένειας κακτίδες
Russian (Dvoretsky)
κάκτος: ἡ кактус Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκτος -ου, ἡ distel (plant).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: a kind of thistle, cardoon, cactus (Epich., Theophr., Theoc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Foreign word of unknown origin; vgl. Strömberg Theophrastea 102. André, Lexique cactus. From here Lat. cactus. Fur. 321, 371 thinks the -κτ- points to Pre-Greek and compares ἀκακία.
Frisk Etymology German
κάκτος: {káktos}
Grammar: f.
Meaning: Distelart, Kaktus (Epich., Theophr., Theok. u. a.).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft; vgl. Strömberg Theophrastea 102. Davon lat. cactus usw.
Page 1,759