σιτίζω

From LSJ
Revision as of 16:00, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτίζω Medium diacritics: σιτίζω Low diacritics: σιτίζω Capitals: ΣΙΤΙΖΩ
Transliteration A: sitízō Transliteration B: sitizō Transliteration C: sitizo Beta Code: siti/zw

English (LSJ)

aor.

   A ἐσίτισα X.Smp.4.9:—Med., fut. Att. -ιοῦμαι (ἐπι-) Pherecr.32.1; Ion. -ιεῦμαι (ἐπι-) Hdt.9.50: aor. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Th. 6.94, D.50.53: pf. σεσίτισμαι (v. infr.):—feed an infant, Hdt.6.52, Ar. Eq.716, Mnesith. ap. Orib.inc.19.3; κύνας Isoc.1.29; τοὺς ἀλεκτρυόνας σκόροδα σ. X.Smp.4.9:—Pass., to be fattened, PCair.Zen.464.4 (iii B.C.); = σιτέομαι, eat, c. acc., πρῶκας σιτίζεται Theoc.4.16, cf. Philostr.VA3.26: metaph., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (of Demosthenes), Pytheas ap.D.H.Is.4.

German (Pape)

[Seite 885] beköstigen, speisen, nähren, Ar. Equ. 713; füttern, mästen, zu fressen geben, κύνας ἀλλοτρίας, Isocr. 1, 29; τινά τι, Xen. Conv. 4, 9, gew. τινί τι od. τινά τινος. – Med. essen, πρῶκας σιτίζεται, Theocr. 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτίζω: ἀόρ. ἐσίτισα Ξεν. Συμπ. 4, 9· ― Μέσ., μέλλ. -ίσομαι (ἐπι-) Ἀρρ. Ἀν. 3. 20· Ἀττ. -ιοῦμαι Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1· Ἰων. -ιεῦμαι (ἐπι-) Ἡρόδ. 9. 50· ἀόρ. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Θουκ.· πρκμ. σεσίτισμαι, ἴδε κατωτ.· (σῖτος). Τρέφω, παχύνω, πιαίνω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 52. Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Ἰσοκρ. 8C· τινά τι Ξεν. Συμπ. 4, 9· πρβλ. σιτεύω. ― Παθ. = σιτέομαι, τρώγω, μετ’ αἰτ., πρῶκας σιτίζεται Θεόκρ. 4. 16· ― μεταφορ., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους), Πυθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτίζειν· ψωμίζειν» καὶ «σιτίζοντος· σῖτον παρέχοντος».

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἐσίτισα, pf. inus.
nourrir, alimenter.
Étymologie: σῖτος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σῑτος
1. παρέχω τροφή, διατρέφω, ταΐζω (α. «τα παιδιά αυτά δεν σιτίζονται καλά» β. «κἆθ ὥσπερ αἱ τιτθαί γε σιτίζεις κακῶς», Αριστοφ.
γ. «τὰς κύνας σιτίζουσιν», Ισοκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «σιτίζειν
ψωμίζειν»
β) «σιτίζοντος
σῑτον παρέχοντος».

Greek Monotonic

σῑτίζω: αόρ. αʹ ἐσίτισα — Μέσ., Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Ιων. -εῦμαι· αόρ. αʹ ἐσιτισάμην, παρακ. σεσίτισμαι (σῖτοςτρέφω, ταΐζω, παχύνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., σιτέομαι, τρώω, τρέφομαι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτίζω: дор. Theocr. v. l. σῑτίσδω кормить, питать (τὰ παιδία Her.; κύνας Isocr.): σ. τοὺς ἀλεκτρυόνας τι Xen. кормить петухов чем-л.; med.-pass. питаться: πρῶκας σιτίσδεται (v. l. σιτίζεται) ὁ τέττιξ Theocr. цикада питается росой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτίζω [σῖτος] van voedsel voorzien, voeden.

Middle Liddell

σῑτίζω, σῖτος
to feed, nourish, fatten, Hdt., Ar.:—Pass. = σιτέομαι, to eat, Theocr.