κιννάβαρι

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννάβᾰρι Medium diacritics: κιννάβαρι Low diacritics: κιννάβαρι Capitals: ΚΙΝΝΑΒΑΡΙ
Transliteration A: kinnábari Transliteration B: kinnabari Transliteration C: kinnavari Beta Code: kinna/bari

English (LSJ)

[νᾰ], εως, τό,

   A cinnabar, bisulphuret of mercury, whence vermilion is obtained, Arist.Mete.378a26, Thphr.Lap.58, Dsc.5.94; thought by some to be serpent's blood, Dsc.l.c., Plin.HN33.116:—a masc.form κιννάβαρις, Anaxandr.14:—also τεγγάβαρι (q.v.).    2 = ἐρυθρόδανον, Ps.-Dsc.3.143 (-ρις).

Greek (Liddell-Scott)

κιννάβᾰρι: νᾰ, εως, τό, ὀρυκτὸν μεταλλοῦχον περιέχον θεῖον καὶ ὑδράργυρον, ὁπόθεν τὸ ἐρυθρὸν χρῶμα vermilion (Λατ. minium), Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 11, Θεοφρ. π. Λίθ. 58, Διοσκ. 5. 110. ΙΙ. «τὸ αἷμα τοῦ δράκοντος», βαφὴ λαμβανομένη ἐκ τοῦ κόμμεος δένδρου φέροντος τὸ ὄνομα τοῦτο, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλίν. 33. 38. ― Ἀρσεν. τύπος κιννάβαρις, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. π. Ζ. 4. 21· ὡσαύτως τεγγάβαρι, ὃ ἴδε. 2) ὡς συνώνυμ. τοῦ ἐρυθροδάνου, Διοσκ. 3. 160.

French (Bailly abrégé)

εως (τό) :
cinabre, vermillon.
Étymologie: DELG emprunt prob. oriental.

Spanish

cinabrio

Greek Monolingual

το (ΑΜ κιννάβαρι, -εως, Α και τιγγάβαρι και τιγγάβαρυ)
θειούχο ορυκτό του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. κινναβαρίτης
μσν.
1. το κόκκινο χρώμα που εξάγεται από το ορυκτό αυτό
2. κόκκινο μελάνι
αρχ.
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cinnabaris].

Russian (Dvoretsky)

κιννάβᾰρι: εως (νᾰ) τό киноварь, сернистая ртуть Arst.

Frisk Etymological English

-εως
Grammatical information: n. (Arist., Thphr. usw.), also -ις m. (Anaxandr. 14, Ps.-Dsk. 3, 14 3)
Meaning: cinnabar (Arist., Thphr. usw.), also -ις m. (Anaxandr. 14, Ps.-Dsc. 3, 14 3) serpent's blood' (painter's colour); also as plant-name = ἐρυθρόδανον (Ps.-Dsc.).
Derivatives: κινναβάριον name of an ointment for the eye (Gal.), -άρινος cinnabarred, vermillion (Arist.), -αρίζω be cinnabarred (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.X
Etymology: Foreign word of unknown oriental source; cf. Schrader-Nehring Reallex. 2, 701f. From Greek Lat. cinnabaris with MHG zinober etc. - A remarkable side-form is τιγγάβαρι (Diocl. Com. 9, 10, Theognost. Kan. 120, H.) with τιγγαβάρινος (Dam. Isid. 203), with ki- > ḱi- > tsi-?.

Wikipedia EN

Cinnabar (/ˈsɪnəbɑːr/) or cinnabarite (/sɪnəˈbɑːraɪt/), likely deriving from the Ancient Greek: κιννάβαρι (kinnabari), refer to the common bright scarlet to brick-red form of mercury(II) sulfide (HgS) that is the most common source ore for refining elemental mercury, and is the historic source for the brilliant red or scarlet pigment termed vermilion and associated red mercury pigments.

Cinnabar on Dolomite

Cinnabar generally occurs as a vein-filling mineral associated with recent volcanic activity and alkaline hot springs. The mineral resembles quartz in symmetry and in its exhibiting birefringence; cinnabar has a mean refractive index of approximately 3.2, a hardness between 2.0 and 2.5, and a specific gravity of approximately 8.1. The color and properties derive from a structure that is a hexagonal crystalline lattice belonging to the trigonal crystal system, crystals that sometimes exhibit twinning.

Cinnabar has been used for its color since antiquity in the Near East, including as a rouge-type cosmetic, in the New World since the Olmec culture, and in China since as early as the Yangshao culture, where it was used in coloring stoneware.

Associated modern precautions for use and handling of cinnabar arise from the toxicity of the mercury component, which was recognized as early as ancient Rome.

Wikipedia EL

Ο κινναβαρίτης (αγγλ. cinnabar) είναι σημαντικό ορυκτό του υδραργύρου. Το όνομά του προέρχεται από την περσική λέξη zinjifrah, η οποία, πιθανώς, σήμαινε «το αίμα του δράκοντα». Στην αρχαιότητα και μέχρι τον Μεσαίωνα με το όνομα «κιννάβαρι» φερόταν μια φυτική χρωστική. Έχει χημικό τύπο HgS (θειούχος υδράργυρος).

Ανευρίσκεται σε υδροθερμικές φλέβες χαμηλών θερμοκρασιών, αποτιθέμενος σε όλες τις κατηγορίες των πετρωμάτων και κοντά σε θερμές πηγές. Συνδέεται με αυτοφυή υδράργυρο, ερυθρά σανδαράχη, σιδηροπυρίτη, μαρκασίτη, αντιμονίτη, βαρύτη, δολομίτη και ασβεστίτη,

Εξαλλοιώνεται, σχετικά εύκολα, προς αυτοφυή υδράργυρο, καλομέλανα (Hg2Cl2) και μοντροϋδρίτη (Montroydite, οξείδιο του υδραργύρου, HgO). Αποτελεί το κύριο ορυκτό για την παρασκευή υδραργύρου.

Wikipedia FR

Le cinabre est une espèce minérale composée de sulfure de mercure(II) de formule HgS. Il a été décrit pour la première fois par le philosophe de la Grèce antique, Théophraste (c.-371, -288), dans son ouvrage de minéralogie Sur les pierres4 (Περὶ λίθων, Peri lithon).

Le cinabre (α-HgS) est le minerai de mercure le plus répandu et exploité. Lors des derniers millénaires, le cinabre présent dans les gisements a été utilisé soit comme pigment, après extraction dans une veine pure, soit pour en extraire le mercure par décomposition thermique. Parfois même le mercure coule des zones de réduction superficielle des gisements de cinabre.

Le vermillon, de même formule chimique que le cinabre, est par contre un pigment minéral artificiel produit par synthèse, favorisé par un milieu alcalin.

Frisk Etymology German

κιννάβαρι: -εως
{kinnábari}
Forms: auch -ις m. (Anaxandr. 14, Ps.-Dsk. 3, 143)
Grammar: n. (Arist., Thphr. usw.),
Meaning: Drachenblut (Malerfarbe), Zinnober, auch als Planzenname = ἐρυθρόδανον (Ps.-Dsk.),
Derivative: mit κινναβάριον N. einer Augensalbe (Gal.), -άρινος zinnoberrot (Arist. u. a.), -αρίζω zinnoberrot sein (Dsk.).
Etymology : Fremdwort aus unbekannter orientalischer Quelle; vgl. Schrader-Nehring Reallex. 2, 701f. Aus dem Griech. lat. cinnabaris mit mhd. zinober usw. — Eine eigentümliche Nebenform ist τιγγάβαρι (Diokl. Kom. 9, 10, Theognost. Kan. 120, H.) mit τιγγαβάρινος (Dam. Isid. 203).
Page 1,855