νύμφευμα

From LSJ
Revision as of 14:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύμφευμα Medium diacritics: νύμφευμα Low diacritics: νύμφευμα Capitals: ΝΥΜΦΕΥΜΑ
Transliteration A: nýmpheuma Transliteration B: nympheuma Transliteration C: nymfevma Beta Code: nu/mfeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A marriage, espousal, in pl., τὰ μητρὸς ν. Id.OT980, cf. E.IT365, al.    II in sg., the person married, καλὸν ν. τινί 'a good match for him', Id.Tr. 420.

German (Pape)

[Seite 268] τό, die Ehe; plur., Soph. O. R. 980; Eur. Phoen. 1210 u. öfter; auch die Geheirathete, Tro. 420.

Greek (Liddell-Scott)

νύμφευμα: τό, (νυμφεύω) γάμος, συζυγία, ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ πρόσωπον τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mariage.
Étymologie: νυμφεύω.

Greek Monolingual

νύμφευμα, τὸ (Α) νυμφεύω
1. γάμος, παντρειά («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», Σοφ.)
2. νυμφευμένο πρόσωπο, σύζυγος («καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτη», Ευρ.).

Greek Monotonic

νύμφευμα: -ατος, τό, (νυμφεύω
I. γάμος, συζυγία, σε Σοφ., Ευρ.
II. στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· καλὸν νύμφευμά τινι, «καλό ταίρι για κάποιον», σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νύμφευμα: ατος τό
1) pl. свадьба, брак Soph., Eur.;
2) невеста или жена Eur.

Middle Liddell

νύμφευμα, ατος, τό, νυμφεύω
I. marriage, espousal, Soph., Eur.
II. in sg. the person married, καλὸν ν. τινι "a good match for him, " Eur.

English (Woodhouse)

marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)