καπηλίς
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
ίδος, ἡ, fem. of κάπηλος, Ar.Th. 347, Pl.435, 1120, Com.Adesp.567, Aeschin.Socr.4, PFay.12.23 (ii B.C.): Καπηλίδες, αἱ, title of play by Theopomp. Com.:—accented κάπηλις, acc. to Hdn.Gr.1.91, cf. Oenom. ap. Eus.PE6.7:—late καπήλισσα, ἡ, Sch.Ar.Pl.426.
German (Pape)
[Seite 1322] ίδος, ἡ, fem. zu κάπηλος, copa; Ar. Th. 347 Plut. 435. 1420; γυνή Phani. bei Ath. II, 84 e. Nach Arcad. p. 31 κάπηλις zu accentuiren; vgl. Schol. Ar. Plut. 435 u. Lob. path. 46.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπηλίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ κάπηλος, Λατ. copa, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Πλ. 435, 1120· - ὡσαύτως φέρεται κάπηλις Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 259Α, πρβλ. Ἀρκάδ. 31.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
marchande en détail, particul. cabaretière.
Étymologie: κάπηλος.
Greek Monolingual
καπηλίς και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) κάπηλος
(θηλ. του κάπηλος) η γυναίκα που διηύθυνε καπηλειό ή εργαζόταν σε καπηλειό
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Καπηλίδες
τίτλος έργου του Θεοπόμπου.
Greek Monotonic
κᾰπηλίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του κάπηλος, Λατ. copa, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰπηλίς: ίδος ἡ лавочница, трактирщица Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καπηλίς -ίδος, ἡ [κάπηλος] f. van κάπηλος winkelierster, kroegbazin:. ἆρ ’ ἐστὶν ἡ καπηλὶς ἡ ’ κ τῶν γειτόνων, ἥ... ἀεί με διαλυμαίνεται; is zij de lokale barmeid die mij altijd besodemietert? Aristoph. Pl. 435.
Middle Liddell
κᾰπηλίς, ίδος [fem. of κάπηλος
Lat. copa, Ar.