ὀχλοκρατία

From LSJ
Revision as of 17:21, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλοκρᾰτία Medium diacritics: ὀχλοκρατία Low diacritics: οχλοκρατία Capitals: ΟΧΛΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: ochlokratía Transliteration B: ochlokratia Transliteration C: ochlokratia Beta Code: o)xlokrati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mob rule, mob-rule, ochlocracy the lowest grade of democracy, Plb.6.4.6, 6.57.9, Plu.2.826f, etc.: ὀχλοκρασία is v. l. in Ph.1.41, Max. Tyr.33.6.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, Herrschaft des großen Haufens, Pöbelherrschaft, Pol. 6, 4, 6. 57, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλοκρᾰτία: ἡ, τὸ πολίτευμα, καθ’ ὃ κυβερνᾷ ὁ ὄχλος, ὁ κατώτατος τῆς δημοκρατίας βαθμός, Πολύβ. 6. 4, 6., 57 9, Πλούτ. 2. 826F, κτλ.· - τοὺς τύπους ὀχλοκράτεια ἢ -κρασία κατακρίνει ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ 526.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gouvernement exercé par la multitude.
Étymologie: ὄχλος, κρατέω.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀχλοκρατία και δ. γραφ. ὀχλοκρασία και ὀχλοκράτεια)
πολιτική κατάσταση κατά την οποία επικρατεί ο όχλος
νεοελλ.
μτφ. αναρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κρατία (< -κράτης < κρατῶ), πρβλ. δημο-κρατία].

Greek Monotonic

ὀχλοκρᾰτία: ἡ, κυριαρχία του όχλου, κατώτατη βαθμίδα της δημοκρατίας, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλοκρατία: ἡ власть черни, охлократия Polyb., Plut.

Middle Liddell

ὀχλο-κρᾰτία, ἡ,
mob-rule, the lowest grade of democracy, Polyb.