ὀχλοκρατία
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ἡ,
A mob rule, mob-rule, ochlocracy the lowest grade of democracy, Plb.6.4.6, 6.57.9, Plu.2.826f, etc.: ὀχλοκρασία is v. l. in Ph.1.41, Max. Tyr.33.6.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, Herrschaft des großen Haufens, Pöbelherrschaft, Pol. 6, 4, 6. 57, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλοκρᾰτία: ἡ, τὸ πολίτευμα, καθ’ ὃ κυβερνᾷ ὁ ὄχλος, ὁ κατώτατος τῆς δημοκρατίας βαθμός, Πολύβ. 6. 4, 6., 57 9, Πλούτ. 2. 826F, κτλ.· - τοὺς τύπους ὀχλοκράτεια ἢ -κρασία κατακρίνει ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ 526.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gouvernement exercé par la multitude.
Étymologie: ὄχλος, κρατέω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀχλοκρατία και δ. γραφ. ὀχλοκρασία και ὀχλοκράτεια)
πολιτική κατάσταση κατά την οποία επικρατεί ο όχλος
νεοελλ.
μτφ. αναρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κρατία (< -κράτης < κρατῶ), πρβλ. δημο-κρατία].
Greek Monotonic
ὀχλοκρᾰτία: ἡ, κυριαρχία του όχλου, κατώτατη βαθμίδα της δημοκρατίας, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλοκρατία: ἡ власть черни, охлократия Polyb., Plut.
Middle Liddell
ὀχλο-κρᾰτία, ἡ,
mob-rule, the lowest grade of democracy, Polyb.