ὀγκύλλομαι

From LSJ
Revision as of 18:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκύλλομαι Medium diacritics: ὀγκύλλομαι Low diacritics: ογκύλλομαι Capitals: ΟΓΚΥΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: onkýllomai Transliteration B: onkyllomai Transliteration C: ogkyllomai Beta Code: o)gku/llomai

English (LSJ)

Pass.,

   A = ὀγκόομαι, to be swollen, κοιλίη -ομένη Hp.Prorrh.1.99, Coac.606 : metaph., to be puffedup, Ar.Pax465 ; ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ath.9.382b.

German (Pape)

[Seite 291] = ὀγκόομαι, übertr., Ar. Pax 457, ὠγκύλλετο ἐπὶ τῇ τέχνῃ, Ath. IX, 382 b; im eigentlichen Sinne, anschwellen, soll es Hippocr. gebraucht haben.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκύλλομαι: παθ., = ὀγκόομαι, ἐξογκοῦμαι μεθ’ ὑπερηφανίας, ὑπερηφανεύομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 465· ἐπὶ τῇ τέχνῃ Ἀθήν. 382B. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀγκύλλεσθαι· ὑψαυχενεῖν· καὶ ἐπαίρεσθαι. καὶ ὄγκον περιβεβλῆσθαι».

French (Bailly abrégé)

se gonfler, s’enorgueillir.
Étymologie: ὄγκος².

Greek Monolingual

ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῡμαι, -όομαι (Α)
1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι
2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος
υπερήφανος», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)].

Greek Monotonic

ὀγκύλλομαι: Παθ., ὀγκόομαι, είμαι αλαζόνας, κομπάζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκύλλομαι: (только praes.) гордиться, зазнаваться Arph.

Middle Liddell

ὀγκύλλομαι, = ὀγκόομαι]
Pass. to be puffed up, Ar.