ἀποδασμός

From LSJ
Revision as of 14:05, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδασμός Medium diacritics: ἀποδασμός Low diacritics: αποδασμός Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: apodasmós Transliteration B: apodasmos Transliteration C: apodasmos Beta Code: a)podasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἀποδατέομαι)

   A division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partie détachée d’un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.

Greek Monolingual

ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.

Greek Monotonic

ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδασμός: ὁ обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).

Middle Liddell

[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.