σκιαγραφέω

From LSJ
Revision as of 14:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφέω Medium diacritics: σκιαγραφέω Low diacritics: σκιαγραφέω Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΕΩ
Transliteration A: skiagraphéō Transliteration B: skiagrapheō Transliteration C: skiagrafeo Beta Code: skiagrafe/w

English (LSJ)

   A paint with the shadows, so as to produce an illusion of solidity at a distance, Pass., τὰ πόρρωθεν . . φαινόμενα . . καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Pl.R.523b; οἷον -ημένα ἀποστάντι πάντα ἓν φαινόμενα Id.Prm.165c: metaph., -ημένη ἡδονή deceptive, unreal, opp. παναληθής, καθαρά, Id.R.583b, cf. 586b, Lg.663c, Ph.1.589.    2 surround with a border, outline, βέλεσι σ. τινά, of a juggler, Philostr. VA2.28:—Pass., to be outlined, ἐσκιαγραφημένοις ἐπιβαλὼν χρώματα ib.1.2.

German (Pape)

[Seite 897] eigtl. schattiren, Schatten u. Licht in der Malerei gehörig anwenden, übh. darstellen im Umriß u. perspectivisch; τὰ πόῤῥωθεν φαινόμενα δῆλον ὅτι λέγεις καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα, Plat. Rep. VII, 523 b; Parm. 165 b u. öfter; bilden, φλὸξ ἄντρον τῷ Διονύσῳ σκιαγραφεῖ, Philostr. imagg. 1, 14.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγρᾰφέω: ζωγραφῶ μὲ ἀποχρώσεις φωτὸς καὶ σκιᾶς, ζωγραφῶ ἰχνογραφικῶς, Λατ. adumbrare, Φιλόστρ. 728· βέλεσι σκ. τινα ὁ αὐτ. 81. ― Παθητ., τὰ πόρρωθεν ... φαινόμενα ... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Πλάτ. Πολ. 523Β· ὡς ἐσκιαγραφημένα τὰ δίκαιά ἐστι ὁ αὐτ. Ἐν Παρμ. 165C· μεταφορ., ἐσκ. ἡδονή, ἐζωγραφημένη ἀμυδρῶς, οὐχὶ πραγματική, ἀντίθετον τῷ παναληθής, καθαρά, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583Β, πρβλ. 586Β· πρβλ. σκιαγραφία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 ombrer ; dessiner ou peindre en perspective;
2 p. ext. esquisser, ébaucher ; fig., au Pass. être à peine ébauché, exister à peine.
Étymologie: σκιαγράφος.

Greek Monotonic

σκῐᾱγρᾰφέω: μέλ. -ήσω (σκιᾱγράφος), ζωγραφίζω χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις, αποχρώσεις φωτός και σκιάς, ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω, Λατ. adumbrare — Παθ., τὰ ἐσκιαγραφημένα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾱγρᾰφέω: (в живописи) накладывать тени, передавать объемность или перспективу: τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat. теневые наброски, рисунки со светотенью; οὐ παναληθής, ἀλλ᾽ ἐσκιαγραφημένος Plat. не подлинный, а в изображении.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαγραφέω [σκιά, γράφω] perf. med.-pass. ἐσκιαγράφημαι geschilderd zijn met schaduweffecten (om illusie van echtheid te creëren); Plat. Resp. 523b; overdr.. οὐδὲ παναληθής ἐστιν ἡ... ἡδονὴ... οὐδὲ καθαρά, ἀλλ ’ ἐσκιαγραφημένη τις het genot is niet waarachtig en niet zuiver, maar gebaseerd op gezichtsbedrog Plat. Resp. 583b.

Middle Liddell

σκιᾱγρᾰφέω, fut. -ήσω [σκιᾱγράφος]
to draw with gradations of light and shade: to sketch out, Lat. adumbrare:—Pass., τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat.