Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοφωνία

From LSJ
Revision as of 18:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοφωνία Medium diacritics: κακοφωνία Low diacritics: κακοφωνία Capitals: ΚΑΚΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kakophōnía Transliteration B: kakophōnia Transliteration C: kakofonia Beta Code: kakofwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill-sound, of a name, Str.13.2.4; cacophony, Demetr. Eloc.255, A.D.Conj.228.20; opp. εὐφωνία, Phld.Po.Herc.994.23: dist. fr. δυσφωνία, Gal.7.59.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, üble Stimme, Mißklang; ἡ τοῦ ὀνόματος κακ. Strab. XIII p. 618; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφωνία: ἡ, κακὸς ἦχος φωνῆς, ἐπὶ λέξεων κακοήχων, «Τύρταμος δ’ ἐκαλεῖτο ἔμπροσθεν ὁ Θεόφραστος, μετωνόμασε δ’ αὐτὸν ὁ Ἀριστοτέλης Θεόφραστον... φεύγων τὴν τοῦ προτέρου ὀνόματος κακοφωνίαν» Στράβ. 618· κακοηχία προερχομένη ἐκ τῆς τοποθετήσεως τῶν λέξεων ἐν τῷ λόγῳ, Δημήτρ. Φαληρ. 255 (Ρήτορ. (Walz) τ. 9. 106).

Greek Monolingual

η (AM κακοφωνία) κακόφωνος
κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα
αρχ.
1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα
2. κακοηχία που προέρχεται από τη θέση τών λέξεων στον λόγο.