σπογγίον

From LSJ
Revision as of 19:17, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγίον Medium diacritics: σπογγίον Low diacritics: σπογγίον Capitals: ΣΠΟΓΓΙΟΝ
Transliteration A: spongíon Transliteration B: spongion Transliteration C: spoggion Beta Code: spoggi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σπόγγος, Ar.Ach.463 (σφογγίον), Dsc.Eup.1.197.    II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.

German (Pape)

[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε σπόγγος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και σφογγίον, τὸ, Α σπόγγος, σφόγγος]
1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
2. είδος επιθέματος.

Greek Monotonic

σπογγίον: τό, υποκορ. του σπόγγος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σπογγίον: τό маленькая губка Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγίον, τό [σπόγγος] demin. sponsje.

Middle Liddell

σπογγίον, ου, τό, [Dim. of σπόγγος, Ar.]