συνωνυμία

From LSJ
Revision as of 19:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωνῠμία Medium diacritics: συνωνυμία Low diacritics: συνωνυμία Capitals: ΣΥΝΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: synōnymía Transliteration B: synōnymia Transliteration C: synonymia Beta Code: sunwnumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A synonym, Arist.Rh.1404b39, Quint.8.3.16; ἡ -ία τοῦ δῶμα, i.e. οἶκος, A.D.Pron.84.19; cf. Demetr.Lac.Herc.1012.22.

Greek (Liddell-Scott)

συνωνῠμία: ἡ, ὁμοιότης ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς ἄλλην, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. ὁμωνυμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
similitude de sens, synonymie.
Étymologie: συνώνυμος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συνώνυμος
1. η ιδιότητα του συνώνυμου, ταυτότητα ή ομοιότητα του ονόματος
2. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως προς μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την ίδια σχεδόν σημασία, όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: λάβετε φέρετε πέμπετ' ἀείρετέ μου... χειρός
νεοελλ.
1. γλωσσ. η σύμπτωση τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων
2. φρ. «απλή συνωνυμία» — λέγεται στην περίπτωση που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο επώνυμο χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική σχέση
αρχ.
ομοιότητα της σημασίας μιας λέξης με μία άλλη («ἡ συνωνυμία τοῡ δῶμα [ενν. ὁ οἶκος», Απολλ. Δύσκ.).

Greek Monotonic

συνωνῠμία: ἡ, το να έχει κάποιος το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο ή το να έχει μια λέξη την ίδια σημασία με κάποια άλλη, συνωνυμία, ταυτοσημία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνωνῠμία: ἡ синонимия, одноименность Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie.

Middle Liddell

συνωνῠμία, ἡ,
a synonym, Arist. [from συνώνῠμος]