σκευοποιέω

From LSJ
Revision as of 20:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποιέω Medium diacritics: σκευοποιέω Low diacritics: σκευοποιέω Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: skeuopoiéō Transliteration B: skeuopoieō Transliteration C: skevopoieo Beta Code: skeuopoie/w

English (LSJ)

   A fabricate, [[[ὄργανα]]] Plu.Marc.16 (Pass.); ῥυτόν Ath. 11.497b (Pass.).    II esp. prepare by art or cunning, σ. τὰς ὄψεις, of women painting their faces, Alex.98.[27]; σ. διαθήκας forge a will, Is.Fr.8, cf. Fr.89, Hyp.Fr.124:—Pass., to be tricked out, disguised, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Plu.2.59b.

German (Pape)

[Seite 894] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Uebh. = σκευάζω, mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποιέω: κατασκευάζω, ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, παρασκευάζω διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην γράφω, πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, ἀλλάσσω ἔνδυμα, μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. σκευωρέομαι II.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;
Moy. σκευοποιέομαι-οῦμαι se parer de, τινι.
Étymologie: σκευοποιός.

Greek Monotonic

σκευοποιέω: μέλ. -ήσω (σκευοποιός), κατασκευάζω, φτιάχνω, επινοώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκευοποιέω:
1) изготовлять, делать (ὄργανα Plut.);
2) наряжать, одевать: τοῖς συμβόλοις τινός σκευοποιεῖσθαι Plut. надевать на себя чей-л. наряд.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευοποιέω [σκευοποιός] vervaardigen ( spec. werktuigen).

Middle Liddell

σκευοποιέω, fut. -ήσω σκευοποιός
to fabricate, Plut.