πτολίπορθος
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ον, (πέρθω)
A sacking or wasting cities, epith. of Ares, Il.20.152, Hes.Th.936; of Odysseus and Oïleus, Il.2.278,728; of Achilles, 15.77, etc.; also of Heracles, Tab.Defix. in Stud.Ital.2(1922).394 (Cret., iv/iii B.C.); π. μάχαι Pi.O.8.35; πτολίπορθον στίχα Μήδων Epigr. ap. D.S.11.14:— also πτολι-πόρθης, ου, ὁ, A.Ag.472 (lyr.); as pr.n. of a son of Odysseus, Paus.8.12.6:—the form πολίπορθος never occurs, for πτολίπορθ' (voc.) is rightly restored in A.Ag.783 (lyr.); cf. sq.
German (Pape)
[Seite 811] Städte zerstörend, der Städteeroberer, -zerstörer; Oileus, Il. 2, 728; Ἐνυώ, 5, 333; Ares, 20, 152; oft vom Achilleus, u. in der Od. vom Odysseus; Pind. vrbdt πτολιπόρθοις ἐν μάχαις, Ol. 8, 35.
Greek (Liddell-Scott)
πτολίπορθος: [ῐ], -ον, (πέρθω) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· ὡσαύτως, πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - ὡσαύτως πτολιπόρθης Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ τύπος πολίπορθος οὐδαμοῦ εὕρηται· διότι ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. πτόλις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.
English (Autenrieth)
(πέρθω): sacker of cities, epith. of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).
English (Slater)
πτολίπορθος, -ον
1 city destroying πτολιπόρθοις ἐν μάχαις (O. 8.35)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ.
β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ.
γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -πορθος (< πέρθω «ερημώνω, αφανίζω, λεηλατώ»)].
Greek Monotonic
πτολίπορθος: [ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πτολίπορθος: (ῐ) разрушающий города (Ἄρης, Ὀδυσσεύς Hom.; μάχαι Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτολίπορθος en πτολιπόρθιος -ον [πτόλις, πέρθω] verwoester van steden.
Middle Liddell
πτολί-˘πορθος, ον, πέρθω
sacking or wasting cities, Il., Pind.