ὑπόμαργος

From LSJ
Revision as of 18:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόμαργος Medium diacritics: ὑπόμαργος Low diacritics: υπόμαργος Capitals: ΥΠΟΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: hypómargos Transliteration B: hypomargos Transliteration C: ypomargos Beta Code: u(po/margos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat mad, crazy, only in Comp. ὑπομαργότερος, Hdt.3.29,145, 6.75, D.H.3.2, App.BC5.49.

German (Pape)

[Seite 1225] etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόμαργος: -ον, ὀλίγον τι μαινόμενος, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑπομαργότερος, Ἡρόδ. 3. 29, 145., 6. 75, Διον. Ἁλ. 3. 2, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu querelleur, provocant;
Cp. ὑπομαργότερος.
Étymologie: ὑπό, μάργος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπομαργότερος·ο κάπως πιο τρελός ή παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μάργος «τρελός, μανιακός»].

Greek Monotonic

ὑπόμαργος: -ον, κάπως τρελός, έξαλλος, σε συγκρ. ὑπομαργότερος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόμαργος: (только compar.) несколько сумасбродный, не в своем уме, помешанный Her.

Middle Liddell

ὑπό-μαργος, ον,
somewhat mad, in comp. ὑπομαργότερος, Hdt.