Κυδώνιος

From LSJ
Revision as of 13:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῠδώνιος Medium diacritics: Κυδώνιος Low diacritics: Κυδώνιος Capitals: ΚΥΔΩΝΙΟΣ
Transliteration A: Kydṓnios Transliteration B: Kydōnios Transliteration C: Kydonios Beta Code: *kudw/nios

English (LSJ)

α, ον, (Κυδωνία) Cydonian, μᾶλα    A quinces, Stesich.29, cf. Alcm.143, Canthar.6, Phylarch.10 J.; μηλίδες Ibyc. 1.1; κυδώνια, τά, Dsc.1.115.    II metaph., swelling like a quince, κυδώνια τιτθία, of a young girl's breasts, Ar.Ach.1199.    2 κυδώνιον· μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον (cf. κύδος), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κῠδώνιος: -α, -ον, (Κύδων) Κυδωνικός· μῆλον Κ., τὸ «κυδῶνι», Στησίχ. καὶ Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 81D κἑξ.· πρβλ. μῆλον Β. ΙΙ. μεταφ., ἐξωγκωμένος ὡς κυδώνιον, στρογγύλος, γεμᾶτος, παχουλός, κ. τιτθία, ἐπὶ τῶν μαστῶν νεαρᾶς κόρης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· πρβλ. κυδωνιάω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kydonia ; ἡ Κυδωνία μηλίς, ἡ Κυδωνία μηλέα, ou simpl.Κυδωνία cognassier, arbre ; τὸ Κυδώνιον μῆλον, ou simpl. τὸ κυδώνιον, coing, fruit.
Étymologie: Κύδωνες.

Greek Monolingual

Κυδώνιος, -ία, -ον (Α) Κυδωνιά
αυτός που ανήκει στην Κυδωνία.

Greek Monotonic

Κῠδώνιος: -α, -ον (Κύδων),
I. Κυδωνικός· μῆλον κ., κυδώνι, σε Στησιχ. κ.λπ.
II. μεταφ., αυτός που είναι πρησμένος σαν κυδώνι, στρογγυλός και παχουλός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κῠδώνιος: кидонийский: Κυδώνιον μῆλον Plut. айва.

Middle Liddell

Κῠδώνιος, η, ον [Κύδων]
I. Cydonian: μῆλον Κ. a quince, Stesich., etc.
II. metaph. swelling like a quince, round and plump, Ar.