βρότειος

From LSJ
Revision as of 17:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρότειος Medium diacritics: βρότειος Low diacritics: βρότειος Capitals: ΒΡΟΤΕΙΟΣ
Transliteration A: bróteios Transliteration B: broteios Transliteration C: vroteios Beta Code: bro/teios

English (LSJ)

ον, also α, ον Archil.15, Emp.2.9, E.Hipp.19, Supp.777:— poet.Adj.    A mortal, human, A.Pr.116 (lyr.), etc.; β. μῆτις Emp.l.c.; β. γένος E.Fr.898.13; ψυχὴν βροτείαν Id.Supp.777; β. πόνοι of mortals, Alex.240.9:—in Hom. only βρότεος, η, ον, φωνή Od.19.545; εὐνή h.Ven.47; also in Pi.O.9.34, Emp.100.17, A.Eu.171 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 465] ον, auch βροτεία, z. B. ὁμιλία Eur. Hipp. 19, sterblich, menschlich; Tragg. ἀχώ, ὕβρις, Aesch. Prom. 116 Eum. 103; φῶτα Eur. Bacch. 542 u. öfter; φύσις Philp. 46 (Plan. 52).

Greek (Liddell-Scott)

βρότειος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἀρχίλ. 13, Εὐρ. Ἱππ. 19· ― ποιητ. ἐπὶθ., θνητός, Αἰσχύλ. Πρ. 116, κτλ.· βρ. γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132· ψυχὴν βρότειος Εὐρ. Ἱκέτ. 777· βρ. πόνοι, τῶν θνητῶν, Ἄλεξ. Ὑπν. 1. 9· ― παρ’ Ὁμ. μόνον βρότεος, η, ον, Ὀδ. Τ. 345, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 47· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ο. 9. 52, κτλ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 171.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
des mortels, des hommes.
Étymologie: βροτός.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): fem. -ίη Archil.16, Emp.B 2.9

• Morfología: [-ος, -ον A.Pr.116]
mortal, humano μελέτη τε βροτείη habilidad humana Archil.l.c., ὀδμὰ β. olor procedente de un mortal A.l.c., ἔργον Diagor.1.1, μῆτις Emp.l.c., cf. B 6.3, δόξαι Parm.B 8.51, βρότειον οὐδέν S.OT 709, γένος S.Fr.126.3, E.Fr.898.13, ὁμιλία E.Hipp.19, ψυχή E.Supp.777, λαιμόν E.IA 1083, πόνοι Alex.242.9.

Greek Monolingual

βρότειος, -α, -ον και βρότεος, -η, -ον (Α) βροτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι»).

Greek Monotonic

βρότειος: -ον, ή -α, -ον (βροτός), ποιητ. επίθ., θνητός, ανθρώπινος, αυτός που έχει ανθρώπινη καταγωγή, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

βρότειος: и 3 смертный, т. е. человеческий Trag., Plut.

Middle Liddell

βροτός
mortal, human, of mortal mould, Trag.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρότειος -α -ον en -ος -ον, ook βρότεος -α -ον βροτός Ion. f. βροτέη, van stervelingen, menselijk.

English (Woodhouse)

human, moral, mortal, of mortals, subject to death

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)