δυσπάθεια
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[πᾰ], or δυσπαθ-ία (Hsch.), ἡ, A deep affliction, Plu.2.112b. II firmness in resisting, Plu.Demetr.21: in pl., capabilities of endurance, Id.2.666b; insensitivity, Alex.Aphr.Pr.1.39.
German (Pape)
[Seite 685] ἡ, 1) das Schwerleiden, Plut. Consol. ad Apoll. p. 344. – 2) Unempfindlichkeit, Festigkeit gegen das Leid, Sp.; übh. = Festigkeit, z. B. eines Brustharnisches, Plut. Demetr. 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάθεια: ἡ, βαρεῖα θλῖψις, Πλούτ. 2. 112Β. ΙΙ. σταθερότης ἐν τῇ ἀντιστάσει, ὁ αὐτ. Δημητρ. 21., 2. 666Β· - ἀπάθεια, ἀναισθησία, Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 39.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 affliction profonde;
2 insensibilité contre la douleur ; fermeté d’âme.
Étymologie: δυσπαθής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 aflicción profunda, sufrimiento μένειν ἐπὶ τῇ δυσπαθείᾳ ταύτῃ Plu.2.112b, μέγα δὲ πέφυκεν ὅπλον πρὸς δυσπάθειαν ἡ συνήθεια Alex.Aphr.Pr.1.39, c. gen. subjet. τῶν πονηρῶν Gr.Naz.M.35.900B.
2 sent. fís. firmeza, resistencia de una coraza de hierro, Plu.Demetr.21, ποιεῖν δυσπάθειαν πρὸς τὰ ἔξω Plu.2.131b, δ. τῶν σωμάτων ante el padecimiento de una enfermedad, Gal.1.219
•en plu. posibilidades de resistencia Plu.2.666b
•resistencia ante el daño, dificultad para recibir daño de ciertos huesos, Gal.3.126.
Greek Monolingual
δυσπάθεια και -ιά, η (Α)
1. βαριά θλίψη
2. δύναμη αντιστάσεως στις εξωτερικές επιδράσεις, αντοχή
3. αναισθησία, απάθεια.
Greek Monotonic
δυσπάθεια: ἡ, βαρειά θλίψη, βαρύ πάθημα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάθεια: (πᾰ) ἡ
1) тяжелое страдание, безмерная скорбь (ἀεὶ μένειν ἐπὶ τῇ δυσπαθείᾳ Plut.);
2) нечувствительность (πρὸς τὰ ἔξω Plut.);
3) непроницаемость (θωράκων Plut.).