εὐαρίθμητος

From LSJ
Revision as of 20:21, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰρίθμητος Medium diacritics: εὐαρίθμητος Low diacritics: ευαρίθμητος Capitals: ΕΥΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euaríthmētos Transliteration B: euarithmētos Transliteration C: evarithmitos Beta Code: eu)ari/qmhtos

English (LSJ)

ον,    A easy to count, i.e. few in number, Hp.Acut.3, Pl. Ap.40d, Smp.179c; τὸ πλῆθος οὐκ εὐ. ἦν J.AJ2.15.1; ὀλίγα καὶ εὐ. Jul.Or.3.102c.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰρίθμητος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. ὀλίγος τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., εὐάριθμος, ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à compter, peu nombreux.
Étymologie: εὖ, ἀριθμέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαρίθμητος, -ον)
1. αυτός που αριθμείται εύκολα
2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)].

Greek Monotonic

εὐᾰρίθμητος: -ον, αυτός που υπολογίζεται, αριθμείται εύκολα, δηλ. λίγος στον αριθμό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰρίθμητος: легко исчислимый, т. е. немногочисленный (ἵπποι Xen.; ἡμέραι καὶ νύκτες Plat.): οὐκ εὐ. Arst. неисчислимый, несметный.

Middle Liddell

εὐ-ᾰρίθμητος, ον
easy to count, i. e. few in number, Plat.