εὐερέθιστος

From LSJ
Revision as of 20:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐερέθιστος Medium diacritics: εὐερέθιστος Low diacritics: ευερέθιστος Capitals: ΕΥΕΡΕΘΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eueréthistos Transliteration B: euerethistos Transliteration C: everethistos Beta Code: eu)ere/qistos

English (LSJ)

ον,    A easily excited, irritable, Str.14.2.24; μέρη Ruf. ap. Orib.8.39.1; διαθέσεις Antyll. ap. eund.10.13.6; easily provoked, εἰς ὀργάς Plot.1.8.14.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht zu reizen, Strab. XIV p. 660.

Greek (Liddell-Scott)

εὐερέθιστος: -ον, εὐκόλως ἐρεθιζόμενος, Στράβων 660.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐερέθιστος, -ον)
1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα
2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη»)
νεοελλ.
(για μερικά όργανα του σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε ερεθισμό, ο επιρρεπής σε φλόγωση.