κάλλαϊς
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
A v. κάλα-.
French (Bailly abrégé)
c. κάλαϊς.
Greek Monolingual
και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].
Frisk Etymological English
-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: blue-green stone, turquoise (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.
Frisk Etymology German
κάλλαϊς: -ιδος
{kállaïs}
Grammar: f.
Meaning: blaugrüner Stein, Türkis (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.
Page 1,764