καλάϊνος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
or καλλάϊνος, η, ον, A like the κάλαϊς, shifting between blue and green, κ. πτέρυξ, of the cock, AP7.428.2 (Mel.); Χρῶμα κ., of jasper, Dsc.5.142; = venetus, Lyd.Mens.4.30, Tab.Defix.Aud.15.5, 16.13 (Syria, iii A.D., written καλλαεινου and καλαεινου) ; κ. λίθος, = sq., Peripl.M.Rubr.39 (καλλεανός cod.); πλινθίς AP6.295.6 (Phan.). II κ. κέραμος glazed pottery made at Alexandria, EM486.51, Suid.; κ. ὄστρακον Gal.12.866; τὰ καλάϊνα PSI4.396.9 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1306] oder richtiger καλλάϊνος (vgl. κάλλαια, denn die Farbe scheint nicht nach dem folgenden Edelsteine benannt, sondern umgekehrt), blau und grün schillernd, χρῶμα Diosc., wie die Federn des Hahns, ἀλέκτωρ ἔστα καλλαΐνᾳ πτέρυγι Mel. 123 (VII, 428); das lat. venetus, Lyd. de mens. 3, 26. 4, 25; unverständlicher, aber wohl auch auf die Farbe gehend, πλινθίς Phani. 3 (VI, 295); s. aber Schneider ecl. phys. 2 p. 91.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d’un bleu de turquoise.
Étymologie: κάλαϊς.
Greek Monolingual
και καλλάινος, -η, -ο και καλ(λ)αγένιος, -ια, -ιο (Α καλάινος και καλλάινος, -η, -ον)
νεοελλ.
κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο
αρχ.
1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου, γαλαζοπράσινος («καλλαΐνᾳ πτέρυγι»
(για πετεινό) με γαλαζοπράσινη φτερούγα, Ανθ. Παλ.)
2. καστανοκίτρινος («καλλαΐνῳ, χρώματι προσόμοιος»
(για τον πολύτιμο λίθο ίασπιν) με χρώμα καστανοκίτρινο, σαν του χαλαζία, Διοσκ.)
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «καλλάινον
ἔστι δὲ χρῶμα ἀνθηρόν, ἤ τὸ βένετον χρῶμα οὕτω λεγόμενον»
4. φρ. «καλλάινος κέραμος» — αγγεία στιλβωμένα με βερνίκι, που κατασκεύαζαν στην Αλεξάνδρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το καλ(λ)άινος όσο και το κάλ(λ)αϊς είναι τεχνικοί όροι αβέβαιης ετυμολ. Όπως το καλ(λ)άινος μπορεί να προήλθε από το κάλ(λ)αϊς είναι επίσης πιθ. και το κάλ(λ)αϊς να αποτελεί υποχωρητ. σχηματισμό από το καλ(λ)άινος. Η σύνδεση με τα καλαΐς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή. Τέλος, λόγω της ευρείας χρήσεως του καλ(λ)άινου χρώματος στην κεραμεική υποστηρίχθηκε η προέλευση αυτών τών λέξεων από την Αίγυπτο. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «ο κατασκευασμένος από καλάι ή όμοιος με καλάι» προέρχεται από τον τ. καλάϊ + κατάλ. -ινος].
Greek Monotonic
κᾰλάϊνος: ή καλλάϊνος, -η, -ον όπως το κάλαϊς, αυτός του οποίου αλλάζει το χρώμα, λέγεται για τον πετεινό, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλάϊνος en καλλάϊνος -η -ον blauwgroen.
Frisk Etymological English
καλλ-
Grammatical information: adj.
Meaning: blue-green, bluish, of stones, earthenware etc. (PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. καλλεανός], AP, Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Adj. in -ινος, seemingly from κάλλαις blue-green stone, turquoise (Plin. NH 37, 151), but this could also be a backformation. Bezzenberger in Fick 2, 73 and Prellwitz 205: to κάλλαιον cocks comb, the feathers of a cock and καλαΐς hen (s. vv.).
Frisk Etymology German
καλάϊνος: καλλ-
{kaláïnos}
Meaning: blaugrün, bläulich, von Steinen, Tonwaren, Hahnfedern u. a. (PSI 4, 396, 9 [IIIa], Peripl. M. Rubr. 39 [cod. καλλεανός], AP, Dsk. u. a.).
Etymology : Adj. auf -ινος, anscheinend von κάλλαις blaugrüner Stein, Türkis (Plin. NH 37, 151), das aber ebensowohl Rückbildung sein kann. Beachtenswerter Vorschlag von Bezzenberger bei Fick 2, 73 und Prellwitz 205: zu κάλλαιον ‘Hahnenkamm, -bart, die schillernden Schwanzfedern des Hahns’ und καλαϊς Henne (s. dd.).
Page 1,759