κατάπλασμα

From LSJ
Revision as of 22:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλασμα Medium diacritics: κατάπλασμα Low diacritics: κατάπλασμα Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΜΑ
Transliteration A: katáplasma Transliteration B: kataplasma Transliteration C: kataplasma Beta Code: kata/plasma

English (LSJ)

ατος, τό,    A plaster, poultice, Hp.Art.40 (pl.), Ar.Fr.320.12, Arist.Pr.863a6, Thphr.HP9.11.4, Od.59, PLit.Lond. 170 (pl., i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1370] τό, das Aufgestrichene, bes. Salbe, Pflaster, Theophr. u. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλασμα: τὸ, ἰατρικὸν ὅπερ καταπλάσσεται, τὸ ἔμπλαστρον, κ. μετ’ ἀλφίτων Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 4· τὰ καταπλάσματα, ἃ καὶ μαλάγματά τινες καλοῦσιν ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 61, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Ἀριστ. Προβλ. 1, 30, κτλ., πρβλ. καταπλαστός.

Greek Monolingual

το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) καταπλάσσω
ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί θεραπευτικώς ή αναλγητικώς τοποθετούμενο πάνω σε πάσχον σημείο του σώματος
μσν.
μαγικό κατασκεύασμα.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλασμα: ατος τό пластырь, (целебная) мазь Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπλασμα -ματος, τό [καταπλάττω] geneesk. papomslag, cataplasma.

English (Woodhouse)

poultice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)