καταρρέζω

From LSJ
Revision as of 23:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρέζω Medium diacritics: καταρρέζω Low diacritics: καταρρέζω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΕΖΩ
Transliteration A: katarrézō Transliteration B: katarrezō Transliteration C: katarrezo Beta Code: katarre/zw

English (LSJ)

Ep. impf.    A καταρρέζεσκε Opp.H.5.481:—pat, stroke, caress, Χειρί τέ μιν κατέρεξεν (Ep. for κατέρρ-) Il.1.361, al., cf. A.R.4.687: abs., καρρέζουσα (Ep. for καταρρ-) Il.5.424, cf. Call.Dian.29.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρέζω: μέλλ. -ξω, φέρω τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος πρὸς τὰ κάτω ἠρέμα, ὡς ἐπὶ τοῦ κυνὸς ὅπως τὸν κάμω νὰ ἡσυχάσῃ· ἐντεῦθεν καθόλου, καταπραΰνω, θωπεύω, «χαϊδεύω», ὡς τὸ Λατ. mulcere, πρβλ. καταψῶ, καταψήχω, ἀκάνθας ἧκα καταρρέξειν ἐπικλίνοι τε πιέζων Ὀππ. Ἁλ. Δ. 611· χειρὶ δε μιν κατέρεξε (Ἐπικ. ἀντὶ κατέρρ-) Ἰλ. Α. 361., Ε 372, Ὀδ. Δ. 610, κτλ· ὡσαύτως καρρέζουσα, (Ἐπικ. ἀντὶ καταρρ-) Ἰλ. Ε. 424· χειρὶ καταρρέξασα ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 687, Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 29·- ἐκ τούτου καὶ τὸ γαλλικὸν caresser.

French (Bailly abrégé)

f. καταρρέξω, ao. κατέρρεξα;
flatter de la main, caresser légèrement, acc..
Étymologie: κατά, ῥέζω.

English (Autenrieth)

part. καρρέζουσα, aor. κατέρεξε: stroke, caress.

Greek Monolingual

καταρρέζω (Α)
1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.)
2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥέζω «εκτελώ»].

Greek Monotonic

καταρρέζω: μέλ. -ξω, χτυπώ ελαφρά με την παλάμη, χτυπώ χαϊδευτικά, θωπεύω, όπως το Λατ. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (Επικ. αντί κατερρ-), σε Όμηρ.· επίσης καρρέζουσα (Επικ. αντί καταρρ-), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

καταρρέζω: эп. καταρέζω (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. κατέρεξα, эп. part. praes. f καρρέζουσα) гладить, ласкать (τινὰ χειρί Hom., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρέζω, ep. ptc. praes. fem. καρρέζουσα; ep. aor. 3 sing. κατέρεξε, strelen.

Middle Liddell

fut. ξω
to pat with the hand, to stroke, caress, like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (epic for κατερρ-) Hom.; also καρρέζουσα (epic for καταρρ-) Il.