κορδακισμός

From LSJ
Revision as of 08:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκισμός Medium diacritics: κορδακισμός Low diacritics: κορδακισμός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kordakismós Transliteration B: kordakismos Transliteration C: kordakismos Beta Code: kordakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,    A licentious dancing, D.2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.

Greek Monolingual

ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.

Greek Monotonic

κορδᾱκισμός: ὁ, ο χορός του κόρδακος, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.

Russian (Dvoretsky)

κορδᾱκισμός: ὁ Dem. = κόρδαξ.

Middle Liddell

κορδᾱκισμός, οῦ,
the dancing of the κόρδαξ, Dem.