κατασκήνωσις

From LSJ
Revision as of 08:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκήνωσις Medium diacritics: κατασκήνωσις Low diacritics: κατασκήνωσις Capitals: ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ
Transliteration A: kataskḗnōsis Transliteration B: kataskēnōsis Transliteration C: kataskinosis Beta Code: kataskh/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A encamping, taking up one's quarters, LXX 1 Ch. 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; διδόναι εἰς κ. to give them as quarters, OGI229.57 (Smyrna, iii B.C.); ἐν κ. in camp, Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων Gp.11.2.9.    2 of birds, restingplace, nest, Ev.Matt.8.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1379] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκήνωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ σκηνή, στρατοπέδευσις, κατάλυσις, καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, τόπος ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, φωλεά, αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de planter sa tente :
1 tente, demeure;
2 nid.
Étymologie: κατασκηνόω.

English (Strong)

from κατασκηνόω; an encamping, i.e. (figuratively) a perch: nest.

English (Thayer)

κατασκηνώσεως, ἡ (κατασκηνόω, which see), properly, the pitching of tents, encamping; place of tarrying, encampment, abode: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, Polybius 11,26, 5; Diodorus 17,95).

Greek Monotonic

κατασκήνωσις: -εως, ἡ, στρατοπέδευση· λέγεται για πουλιά, τόπος ανάπαυσης και διαμονής, φωλιά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατασκήνωσις: εως ἡ
1) лагерь или палатка Polyb.;
2) гнездо (τὰ πετεινὰ ἔχει κατασκηνώσεις NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.

Middle Liddell

κατασκήνωσις, εως [from κατασκηνόω
an encamping:—of birds, a resting-place, nest, NTest.

Chinese

原文音譯:katask»nwsij 卡他-士咳挪西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-帳棚
字義溯源:宿營,住宿,夜宿,窩;源自(κατασκηνόω)=紮營);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκηνόω)=住帳棚)組成;其中 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚),而 (σκηνή)又出自(σκεῦος)*=器具),或出自 (σκιά)*=蔭)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 窩(2) 太8:20; 路9:58