κλειθρία

From LSJ
Revision as of 09:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειθρία Medium diacritics: κλειθρία Low diacritics: κλειθρία Capitals: ΚΛΕΙΘΡΙΑ
Transliteration A: kleithría Transliteration B: kleithria Transliteration C: kleithria Beta Code: kleiqri/a

English (LSJ)

(sc. ὀπἤ, ἡ,    A keyhole or chink in a door, Luc.Nec.22; Ion. κληϊθρίη prob.in Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122 (vulg.κλειήθρης, which Menage corrects κληΐθρης or κλειθρίης, Dind.κληϊθρίης).

German (Pape)

[Seite 1447] ἡ, Schlüsselloch, od. Ritze in der Thür, Pherecyd. bei D. L. 1, 122 ll. d., wahrscheinlich ion. κληϊθρίη); Luc. Necyom. 22; nach Anderen ein Gitterfenster.

Greek (Liddell-Scott)

κλειθρία: ἡ, ὀπὴ τοῦ κλείθρου· ἢ καθόλου, ρωγμή, σχισμή, «σχισμάδα», «χαραμάδα», Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122, κοινῶς κλειήθρης, ὅπερ ὁ Menage διορθοῖ κληΐθρης, ὁ δὲ Δινδ. κληϊθρίης), Λουκ. Νεκυομ. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trou de la serrure, ou sel. d’autres grillage, sorte de judas.
Étymologie: κλεῖθρον.

Greek Monolingual

κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) κλείθρον
(ενν. οπή)
1. η οπή της κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα
2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κλειθρία: ἡ, κλειδαρότρυπα· ή γενικά, ρωγμή, σχισμή, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλειθρία -ας, ἡ [κλεῖθρον] sleutelgat.

Russian (Dvoretsky)

κλειθρία: ἡ замочная скважина, отверстие Luc.

Middle Liddell

κλειθρία, ἡ,
a keyhole; or, generally, a cleft, chink, Luc.