κλιντήρ

From LSJ
Revision as of 09:21, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλιντήρ Medium diacritics: κλιντήρ Low diacritics: κλιντήρ Capitals: ΚΛΙΝΤΗΡ
Transliteration A: klintḗr Transliteration B: klintēr Transliteration C: klintir Beta Code: klinth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, κλίνω)    A couch, Od.18.190, Theoc.2.86, 113, 24.43, Call.Iamb.1.112 (sic Pap., not κλωστῆρας), Tryph.441, Luc.Symp.8, 44; νεκροδόκος κ. bier, AP7.634 (Antiphil.), cf.Epigr.Gr.450.5 (Batanaea).

German (Pape)

[Seite 1454] ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινθεῖσα' λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

Greek (Liddell-Scott)

κλιντήρ: ῆρος, ὁ, (κλίνω), ἀνάκλιντρον, Ὀδ. Σ. 190. Θεόκρ. 2. 86, 113., 24. 43· νεκροδόκος κλ., φέρετρον νεκρικόν, Ἀνθ. Π. 7. 634, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγ. 450. 5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
lit de repos, chaise longue.
Étymologie: κλίνω.

English (Autenrieth)

ῆρος: couch, sofa. (See cut.)

Greek Monolingual

ο (AM κλιντήρ, -ῆρος)
το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ' ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων», Π. Καλλιγ.)
αρχ.
φρ. «νεκροδόκος κλιντήρ» — φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -τήρ / -τῆρος (πρβλ. ζωσ-τήρ, κλιμακ-τήρ)].

Greek Monotonic

κλιντήρ: -ῆρος, ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, ξαπλώστα, ντιβάνι, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κλιντήρ: ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: νεκροδόκος κ. Anth. ложе смерти, смертный одр.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel.

Middle Liddell

κλιντήρ, ῆρος, κλίνω
a couch, sofa, Od., Theocr.