νεόφοιτος

From LSJ
Revision as of 13:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόφοιτος Medium diacritics: νεόφοιτος Low diacritics: νεόφοιτος Capitals: ΝΕΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: neóphoitos Transliteration B: neophoitos Transliteration C: neofoitos Beta Code: neo/foitos

English (LSJ)

ον,    A having just arrived, newcomer, Coluth.390.    II Pass., newly trodden, ἠέρα AP7.699.

German (Pape)

[Seite 245] eben, seit Kurzem herumgehend, auch passiv., eben betreten, erst sp. D., wie Coluth. 383, Tryphiod. 363; Ep. ad. 396 (VII, 699).

Greek (Liddell-Scott)

νεόφοιτος: -ον, ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ περιφέρηται, Κόλουθ. 383. ΙΙ. Παθ., ὁ νεωστὶ πατηθείς, νεοβάδιστος, Ἀνθ. Π. 7. 699.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nouvellement arrivé;
2 nouvellement visité.
Étymologie: νέος, φοιτάω.

Greek Monolingual

νεόφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου
2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου
3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ομό-φοιτος].

Greek Monotonic

νεόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που άρχισε πρόσφατα να περιφέρεται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεόφοιτος: недавно посещенный, т. е. свежий (τύμβος Anth.).

Middle Liddell

νεό-φοιτος, ον, φοιτάω
newly trodden, Anth.