πεῖσις
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) A = πάθος, Hp.Loc.Hom. 1, Sor.2.3, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου Cass.Pr.59, cf. Alex.Aphr.Pr. 1.138 : generally, affection, susceptibility, κινήσεις καὶ π. ψυχῆς Ph.1.617; αἰσθητικαί, σωματικαὶ π., M.Ant.3.6, 7.55 ; πείσεων καὶ παθῶν S.E.M.7.384; ποίησίν τε καὶ π. Plot.3.1.4, cf. 3.6.7, al. II (πείθὠ persuasion, Id.2.9.14(pl.).
German (Pape)
[Seite 547] ἡ, = πάθος, Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Ueberredung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεῖσις: -εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) = πάθος, Ἱππ. 408. 26, Γαλην., κλ.· - παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις πείσεις καλοῦνται τὰ λεπτότερα καὶ ἠπιώτερα αἰσθήματα, αἱ ὁρμαί, Φίλων 1. 617, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 383, κτλ., ἴδε Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 6.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.)
2. στον πληθ. αἱ πείσεις
μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσχω.
(II)
ἡ, Α πείθω
η πειθώ, η κατάπειση.
Russian (Dvoretsky)
πεῖσις: εως ἡ πάσχω филос. душевное волнение, эмоция Sext.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.