πλόκιμος
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον, A for plaiting, κάλαμος Thphr.HP4.11.1.
German (Pape)
[Seite 637] zum Flechten gehörig, geschickt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκιμος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς πλέξιμον, κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
κατάλληλος για πλέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόχ-ιμος, φρόν-ιμος)].