πολυμιγής

From LSJ
Revision as of 17:58, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῐγής Medium diacritics: πολυμιγής Low diacritics: πολυμιγής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΓΗΣ
Transliteration A: polymigḗs Transliteration B: polymigēs Transliteration C: polymigis Beta Code: polumigh/s

English (LSJ)

metri gr. πουλυμ- Pl. (v. infr.), and πολυμμ- Maiist. (v. infr.), ές,    A much-mixed, Philol.10, Herm. ap. Stob.1.49.3; ξεῐνοι Maiist.53; composed of many ingredients, γονή Arist.GA769a34, cf. Gal.14.284.    II confused, βληχὴ τοκάδων Pl.Epigr.24.

German (Pape)

[Seite 666] ές, vielfach od. aus vielerlei Theilen gemischt, Arist. gen. an. 4, 3; in poet. Form, πουλυμιγὴς βληχὴ τοκάδων, Plat. ep. 14 (IX, 823).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμῐγής: Ἐπικ. πουλ-, ές, ὁ πολὺ μεμιγμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 29, Ἀνθ. Π. 9. 823· ― πολῠμῐγία, ἡ μῖξις πολλῶν πραγμάτων, μῖγμα ἐκ πολλῶν στοιχείων, Πλούτ. 2. 661Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
formé de plusieurs substances mélangées.
Étymologie: πολύς, μίγνυμι.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμιγής και πολυμμιγής, -ές Α
1. πολύ ανάμικτος, πολύ
ανακατεμένος
2. αποτελούμενος από πολλά συστατικά
3. συγκεχυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής.

Greek Monotonic

πολῠμῐγής: Επικ. πουλυ-, -ές, αυτός που έχει ανακατευθεί πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυμῐγής: ион. πουλυμῐγής 2
1) смешанный из многих элементов (γονή Arst.);
2) беспорядочный (βληχὴ τοκάδων Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμιγής -ές [πολύς, μίγνυμι] zeer gemengd.

Middle Liddell

much-mixed, Anth.