πολυφάρμακος

From LSJ
Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφάρμᾰκος Medium diacritics: πολυφάρμακος Low diacritics: πολυφάρμακος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: polyphármakos Transliteration B: polypharmakos Transliteration C: polyfarmakos Beta Code: polufa/rmakos

English (LSJ)

ον,    A knowing many drugs or charms, ἰητροί Il.16.28; Κίρκη Od.10.276; Παιών Sol.13.57; of Medea, A.R. 3.27.    2 given to the use of drugs, Gal.10.169.    3 of countries, abounding in healing or poisonous herbs, Τυρρηνία Thphr.HP9.15.1.    4 compounded of many drugs, δυνάμεις Plu.2.408b, Gal.13.365.

German (Pape)

[Seite 675] viele Heilmittel od. Zaubermittel habend, vieler Heil- od. Zaubermittel kundig; ἰητροί, Il. 16, 28; Κίρκη, Od. 10, 276; Παιών, Solon 4, 57. – Uebh. reich an heilsamen oder giftigen Kräutern; aus vielen Heilmitteln oder Giften bestehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφάρμᾰκος: -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1· ὡσαύτως, δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en remèdes ou en poisons;
2 habile à connaître ou à employer les remèdes ou les poisons.
Étymologie: πολύς, φάρμακον.

English (Autenrieth)

skilled in drugs, Il. 16.28, Od. 10.276.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα
2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.)
3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία πολυφάρμακος», Θεόφρ.)
4. ο παραδεδομένος στη χρήση τών φαρμάκων, αυτός που κάνει κατάχρηση φαρμάκων
5. αυτός που σύγκειται από πολλά φάρμακα ή δηλητήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φάρμακον (πρβλ. φιλο-φάρμακος)].

Greek Monotonic

πολῠφάρμᾰκος: -ον, αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή μαγικά φίλτρα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυφάρμᾰκος:
1) знакомый со многими снадобьями (ἰητροί, Κίρκη Hom.);
2) целительный, целебный (δύναμις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφάρμακος -ον [πολύς, φάρμακον] deskundig in veel geneesmiddelen\n of tovermiddelen:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.

Middle Liddell

πολῠ-φάρμᾰκος, ον,
knowing many drugs or charms, Hom.