πολυχορδία

From LSJ
Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχορδία Medium diacritics: πολυχορδία Low diacritics: πολυχορδία Capitals: ΠΟΛΥΧΟΡΔΙΑ
Transliteration A: polychordía Transliteration B: polychordia Transliteration C: polychordia Beta Code: poluxordi/a

English (LSJ)

ἡ,    A the use of many strings in the lyre, Pl.R.399c, Phan.Hist.17, etc.: pl., Plu.2.661d.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, Menge von Saiten, Plat. Rep. III, 399 c u. Sp., wie Plut. Symp. 4, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχορδία: ἡ, ἡ χρῆσις πολλῶν χορδῶν ἐν τῇ λύρᾳ, Πλάτ. Πολ. 399C, Ἀθήν. 352D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand nombre de cordes.
Étymologie: πολύχορδος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύχορδος
1. (για λύρα) πληθώρα χορδών, μεγάλος αριθμός χορδών
2. (σχετικά με λύρα) η χρήση πολλών χορδών
3. μουσικό κομμάτι που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.

Greek Monotonic

πολῠχορδία: ἡ, χρήση πολλών χορδών στη λύρα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πολυχορδία: ἡ многострунность Plat., Plut.

Middle Liddell

πολῠχορδία, ἡ,
the use of many strings in the lyre, Plat.