προσκατατίθημι

From LSJ
Revision as of 19:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατατίθημι Medium diacritics: προσκατατίθημι Low diacritics: προσκατατίθημι Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: proskatatíthēmi Transliteration B: proskatatithēmi Transliteration C: proskatatithimi Beta Code: proskatati/qhmi

English (LSJ)

   A pay down besides or as a further deposit, τριώβολον Ar.Nu.1235; π. ἀργύριον μισθόν Pl.Thg.128a: metaph., add a remark, Gal.6.9.

German (Pape)

[Seite 768] (s. τίθημι), noch dazu niederlegen, erlegen, baar bezahlen; Ar. Nubb. 1216; μισθόν, Plat. Theag. 128 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατατίθημι: καταβάλλω, πληρώνω προσέτι, ἢ ὡς πρόσθετον καταβολήν, τριώβολον Ἀριστοφ. Νεφ. 1235· ἀργύριον πρ. μισθὸν Πλάτ. Θεάγ. 128Α.

French (Bailly abrégé)

déposer en outre (une somme d’argent).
Étymologie: πρός, κατατίθημι.

Greek Monolingual

Α κατατίθημι
1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.)
2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση.

Greek Monotonic

προσκατατίθημι: μέλ. -θήσω, πληρώνω επιπλέον, ή ως πρόσθετη καταβολή, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατατίθημι ook nog betalen.

Russian (Dvoretsky)

προσκατατίθημι: дополнительно вносить, уплачивать (ἀργύριον μισθόν Plat.; τριώβολον Arph.).

Middle Liddell

fut. -θήσω
to pay down besides or as a further deposit, Ar.