πρόγνωσις
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
εως, ἡ, A foreknowledge, LXXJu.9.6, Act.Ap.2.23, 1 Ep.Pet.1.2. II perceiving beforehand, Plu.2.399d, 982c, Luc.Alex.8, etc. b Medic., prognosis of diseases, Κῳακαὶ π. title of work by Hp., cf. Gal.16.490, 18(2).11, AP11.382 (Agath.); title of work by Democritus. III prediction, Gem.17.13, al.
German (Pape)
[Seite 714] ἡ, das Vorherwissen, Sp., wie Plut. de Pyth. orac. 11 Luc. Alex. 8; bes. in der Medicin.
Greek (Liddell-Scott)
πρόγνωσις: ἡ, τὸ γινώσκειν τι πρότερον, ἐκ τῶν προτέρων, Πλούτ. 2. 399D, 982C, Λουκ. Ἀλέξ 8, κτλ.˙ ἐν τῇ ἰατρικῇ, πρόγνωσις, ἐκ τῶν προτέρων σχηματιζομένη κρίσις περὶ τῆς νόσου, προδιάγνωσις, Ἀνθ. Π. 11. 382, ἴδε Föes Hipp., καὶ πρβλ. Γαλην. 8. 692.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
connaissance anticipée, prévision.
Étymologie: προγιγνώσκω.
Spanish
prógnosis, conocimiento previo
English (Strong)
from προγινώσκω; forethought: foreknowledge.
English (Thayer)
προγνωσεως, ἡ (προγινώσκω);
1. foreknowledge: Plutarch, Lucian, Herodian).
2. forethought, prearrangement (see προβλέπω): προγινώσκω, and see Meyer on Acts , the passage cited).
Greek Monotonic
πρόγνωσις: ἡ, γνώση εκ των προτέρων, σε Λουκ.· στην ιατρική, προδιάγνωση των ασθενειών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πρόγνωσις: εως ἡ
1) предвидение, предсказание Luc., Plut., Anth.;
2) предвидение, прозорливость NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόγνωσις -εως, ἡ [προγιγνώσκω] Ion. nom. plur. προγνώσιες, acc. προγνώσιας voorkennis; Luc. 42.8; voorzienigheid. NT. geneesk. prognose.
Middle Liddell
πρόγνωσις, εως,
a perceiving beforehand, Luc.: in medicine, prognosis of diseases, Anth.
Chinese
原文音譯:prÒgnwsij 普羅-格挪西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:以前-知道(的)
字義溯源:預籌,先見,預知;源自(προγινώσκω)=預先知道);由(πρό)*=前)與(γινώσκω)*=知道)組成
出現次數:總共(2);徒(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 先見(2) 徒2:23; 彼前1:2